Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 27 Ιουνίου 2025


Και στερνές η γυναίκες του Γιαννίνου, κ' έπειτα της Άρτας και της Πρέβεζας, που με τα ίδια μεταξωτά κι ατλαζένια και λαχουριά απλά φουστάνια φοριούνται, ντύνονται με τα ίδια απαλά κοντογούνια και με το ίδιο μαύρο γεμενί δένουν στον ίδιο τρόπο τα μαυροπλέξουδα κεφάλια τους. Η ευγένεια κ' η λεπτότη τούτων εδώ ξεχωρίζει από μακριά ανάμεσα στες άλλες ομόφυλλές τους.

Χαράεκείνον, όπου 'ξεύρει να την ζητήση, να την 'βρή Η κυρά Διαμάντω έξευρε να υφαίνη τόσον ωραία, ώστε και από τας Αθήνας ακόμη κυρίαι ήρχοντο εις το χωριό της και της παρήγγελλον μεταξωτά, βαμβακερά ή μάλλινα υφάσματα Με τον εργαλειό της κατόρθωσε ν' αναθρέψη τους τρεις υιούς της και να προικίση καλά τας θυγατέρας της.

Αντί όμως επιστολής του ρωμαντικού Καρόλου εύρον εντός αυτού τρεις λογαριασμούς των κυρίων Πούλου, Γιαννοπούλου και Γεραλοπούλου διά μεταξωτά, καπέλλα, βλόνδας, κορδέλλας και άλλα είδη, των οποίων ανήρχετο το άθροισμα εις δραχμάς δύο χιλιάδας επτακοσίας.

Τα μάτια του είχανε μεγαλώσει, ο λαιμός του απλωνόταν χυτός σαν κοριτσιού, και κάτω από το μάγουλο προς το σαγόνι χαράζονταν δυο λακκάκια ευτυχίας. Ακόμη τα δόντια, ολόασπρα, λάμπανε από παιδιάτικο γέλιο. Ύστερα ήτανε τα ρούχα, φωτεινά, σαν μεταξωτά, και δεν φαινόντανε τώρα διόλου κουρελλιασμένα, χοντρά και μαυροκόκκινα από τη λέρα. Ο Ρένας ξανάβρισκε στο τραγούδι ήχους παλιούς, λησμονημένους.

Μύτη λειανή, περίφανη, χυτή, σαν το κοντύλι Χείλια γλυκά και κόκκινα, σαν ανοιγμένο ρόιδο, Μάγουλα, σαν τριαντάφυλλα, μοσκόβολα, δροσάτα, Στόμα μικρό και νόστιμο, στα γέλοια βουτηγμένο, Άσπρα δοντάκια ξέξασπρα , σαν το μαργαριτάρι, Κατακαθάριο πρόσωπο, σαν την αυγή δροσάτο. Μακρυά μαλλιά μεταξωτά, σ’ ολόμαυρες πλεξίδες, Λαιμό, σαν χήνας κάτασπρο, και χέρια λεφαντένια.

Δύο ημέρες υστερότερον μου έδωσεν αυτή άλλη μία σακκούλα φλωριά, και μου είπε. Ξαναγύρισε εις τον Ναμαράν, και έπαρε άλλα τρία κομμάτια μεταξωτά, και δος του πάλιν όσα σου ζητήση. Εξαναπήγα το δεύτερον εις τον αυτόν Ναμαράν, ο οποίος με εδέχθη με πολλήν ευγένειαν, και αγροικώντας το ζήτημά μου, έφερε διάφορα κομμάτια μεταξωτά χρυσά πολλά ωραία.

Αι σεμναί και εντροπαλαί νεάνιδες, ήδη εις την υψηλοτέραν καλαμωτήν εγγύς των δοκών της στέγης, εξηκολούθουν να συνάζουσιν ένα-ένα τα κουκκούλια από των πεπληρωμένων κλαδίων, άτινα ως εύμορφα μεταξωτά άνθη απήστραπτον συμπεπλεγμένα ως διά μεταξίνης αράχνης εν μέσω των μαρανθέντων φύλλων των κλάδων.

Και μάλιστα με φύλλα συκής, είπεν ο άλλος γελών. Σήμερον τα μεταξωτά οπωσδήποτε υποφέρονται. — Σκέπτομαι να την αναπτύξω μίαν ημέραν αυτήν την ιδέαν. — Περί; — Περί γυμνότητος ιστορικώς και ψυχολογικώς. Αι γυναίκες φαίνεται ότι αισθάνονται περισσότερον αυτήν την τέρψιν, γι' αυτό τρέχουν τόσον εις τα θαλάσσια λουτρά. Όχι τόσον διά την τέρψιν του νερού, όσον διά την ηδονήν της γυμνότητος.

Έχουσι, βλέπετε, και αι κυρίαι τα καφενεία των, ως οι άνδρες. Τα δε ταλαίπωρα γ α ρ σ ό ν ι α ίστανται εκεί όρθια προ των καταφόρτων τραπεζών, όπου υπό τους δυσκόλους δακτύλους των ανορέκτων πελατίδων ανεπτύχθησαν ήδη μεταξωτά και μάλλινα, επίκροκα και ταινίαι, στηθόδεσμοι και περιτραχήλια, εις μάτην προσμένοντα την εκλογήν των.

Οι ναύτες σηκώσανε της άγκυρες, τέντωσαν το πανί, κι' αρμένισαν με τ' ανάλαφρο αεράκι. Η πλώρη έσκισε τα ψηλά βαθειά κύματα. Είχαν πάρει μαζύ πλούσια υφάσματα, μεταξωτά με σπάνιους χρωματισμούς, σερβίτσια από το Τουρ, κρασιά του Ποατού, πουλιά σπάνια της Ισπανίας, και μ' αυτό το τέχνασμα πίστευε ο Καερδέν ότι θάφθανε μέχρι τη Βασίλισσα.

Λέξη Της Ημέρας

ολύμπου·

Άλλοι Ψάχνουν