United States or São Tomé and Príncipe ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ώρες κοιτάζανε στον καθρέφτη να σπουδάζουν τα κινήματα και τα στασίματα που τους ταίριαζαν· πώς λόγου χάρη ν' απογέρνη ο λαιμός πιο χαριτωμένα, πώς να σειέται τα κεφάλι με τρόπο που ναστράφτουν οι πλεξούδες, πώς νανοιγοκλούν τα ματόκλαδα ξεπεταχτά και παιχνιδιάρικα, πώς να σπιθοβολούν τα μάτια, και πάλε πώς να φαίνουνται ονειριασμένες σαν από λαχτάρα, πώς να γίνεται μαγικό και τραβηχτικό το χαμόγελό τους, και τέλος πώς να σειούνται και να λυγίζουνε με νάζι τα στήθια, η μέση, τα λαγόνια, οι γόφοι, όλο τους το κορμί.

Απλώνεται στα κάτασπρα σεντόνια κι' απάνω από τα κλειστά ματόκλαδα, κι' απάνω από τα χαμόγελα του ύπνου, κι' απάνω απ' την ψυχή του στήθους της, κι' απάνω από τανατριχιάσματα των ονείρων της τίποτε δεν ζη, τίποτε δεν ανασαίνει.

Τόμορφο κορίτσι το πήρε μαράζι. Έκλαιγε, έκλαιγε κρυφά απ' τον κόσμο κ' έλυωνε σαν το κερί. Κι' όλο έλυωνε, ως που μια μέρα έκλεισε τα ματάκια με τα μεγάλα ματόκλαδα, και δεν τάνοιξε πια. Ο κόσμος έκλαψε τον άδικο χαμό της κ' οι τραγουδιστάδες της βγάλανε τραγούδι.

Εκείνος όμως την κύτταζε με τα μάτια του τα γαλαζοπράσινα με τα μακριά ματόκλαδα καρφωμένα πάνω της-την κύτταζε ακόμα κι όταν δεν της μίλαγε. . . Τι νέος που ήτον ο άντρας της και τι όμορφος !-όλο αυτό συλλογιζόταν η άμοιρη.

Ίσως τράβηξε κιόλας να πάη να πνίξη κανέναν τότες που ξεκίνησε από το δέντρο που γύρευε ναγκαλιάση σαν του σφάληξε το παράθυρο το κορίτσι. Μωρή, καλά κ' έπαιζαν από την αυγή τα ματόκλαδά μου! Ακούς εσύ, λέει! Λεβέντικες αγάπες ορέχτηκε το παπαδοπαίδι. Κι άμε δεν πάει να φαίνη! Καλά του τάψαλε το κορίτσι, μωρή, όχι σαν και μας, που ξεμυαλιστήκαμε πρι να καλοξέρουμε πούθεέλα, Χριστέ και Παναγιά!

Όλη νύχτα τον κόσμο χαλούσαν. Κοίταξε, κοίταξε τα μαύρα εκείνα ματόκλαδα! Κι από μάτια γλυκύτερα σου μιλούν. Σου λεν πως καθετίς που μισοσκεπάζει ομορφιά, είναι κι από την ομορφιά που σκεπάζει μαγευτικώτερο. Κρυφογλίστρησε χαδευτικά τη ματιά σου, και σταμάτα την κατά τα μισανοιγμένα τα χείλη. Το ίδιο το μάγιο, το ίδιο μυστήριο.

Οι ωχρές μορφές απάνω στα ταπητουργήματα των τοίχων μας χαμογελούν και τα βαριά ματόκλαδα του μπρούντζινου Ναρκίσσου μου εδιπλώθηκαν για ύπνο. Ας μη συζητήσουμε τίποτε σοβαρά. Έχω τέλεια συνείδηση του ότι γεννηθήκαμε σ' έναν αιώνα, όπου οι κουτοί μονάχα περνούν για σοβαροί και ζω με τον τρόμο μην παρεξηγηθώ. Μη με ταπεινώνης ίσαμε το επίπεδο να σου δίνω χρήσιμες πληροφορίες.

Τότε μια αχτίδα, που γλύστρησε ανάμεσα από τα φύλλα, έπεσε απάνω στα δάκρυα της όμορφης βασίλισσας, και τα δάκρυά της άστραψαν σαν διαμαντόπετρες. — Εγώ είμαι η ψυχή της βασιλοπούλας, είπε η αχτίδα. Και τα δάκρυα της όμορφης βασίλισσας στέγνωσαν στα ματόκλαδά της, και τα χείλια της χαμογέλασαν πρώτη φορά μέσα στο μεγάλο περιβόλι.

Όξω οι πισκέφτες! όξω!.. Ο Βεργής πήγε να λιγοθυμήση που τάκουσε. Πώς ήθελε ο άμοιρος, νάταν αιώνας η στιγμή, να χορτάση την ακριβή του γυναικούλα! — Όξω οι πισκέφτες! όξω! όξω! ακούστηκε άγρια τόρα του φύλακα η φωνή. Ο Βεργής εχλώμιασε πλιότερο. Δάκρυ πικρό θόλωσε υγρά τα ματόκλαδά του κ' εκύλησε κάτω.

Απάντησε στο χαιρετισμό με τα μάτια, μαύρα χρυσαφί κι εκείνα κάτω από μακριά ματόκλαδα, αλλά δεν μίλησε και δεν κατέβηκε.