United States or Guatemala ? Vote for the TOP Country of the Week !


Θαρρείς, πως οι Ευρωπαίοι σας έχουν γάλα στις φλέβες τους· βιτριόλι, φλόγα τρέχει στις φλέβες των κατοίκων του Άτλαντος και των γειτονικών μερών. Πολεμήσανε με τη μανία των λιονταριών, των τίγρηδων, των φειδιών της χώρας τους, για το ποιος θα μας πάρη.

Η μανία κάθε μπουζουκτζή είνε ν' ανοίγουν τα παράθυρα τη νύχτα τα κορίτσια και να τον αφογκράζουνται, να τον ακούνε.

Μπορούμε να βλέπωμε την αυγή με του Σέλλεϋ τα μάτια, και όταν περιπλανιόμαστε με τον Ενδυμίωνα η Σελήνη ερωτεύεται τα μάτια μας. Δική μας είναι η αγωνία του Άτυος και δικά μας η αδύναμη μανία και ο ευγενικός πόνος του Δανού. Θαρρείς πως είναι η φαντασία που μας κάνει ικανούς να ζούμε τις αναρίθμητες αυτές ζωές; Και βέβαια που είναι η φαντασία· και η φαντασία είναι αποτέλεσμα κληρονομικότητος.

Η ανησυχίες των ανθρώπων για τους ανθρώπους, η έγνοιες όλων για τον ένα, η μεγάλες αγάπες που στέκουν απάνω απ' τον πόνο και τον καιρόάναψαν το λαμπρό σου βλέμμα που τρέχει στη μανία των κυμάτων! Άστρα που δεν ξέρουν γιατί φέγγουν θα ζήλεβαν τη δόξα του ταπεινού σου λύχνου.

Ναι. — Δεν μου λες, Μανιά, ποια είν' αυτή η κόρη που βγήκε τώρα, κι άνοιξε το παραθύρι κείνο; — Είνε η Λ.... της Μ... — Πανδρεμμένη; — Αρραβωνιασμένη οχτώ χρόνια. — Πώς αυτό; — Ο Γιαννάκης ο Δράκος, ο πειστικός της, βρίσκεται στο Μισήρι· εκεί είνε πραμματευτής. Ο Αγάλλος διελογίσθη, και ανεπόλησεν. Ενθυμήθη τον Γιαννάκην τον Δράκον, εκείνον που έλεγεν η γρηά.

Τ' απομεινάρια των ειδωλολάτριδων Ελλήνων, οπού με τόση μανία και μίσος κατάτρεχαν και τα χαλνούσαν οι πρώτοι χριστιανοί, οι σημερινοί χωρικοί μας τα θωρούν άγια, γιομάτα γιατριά και δύναμη φυλαχτική. Δε μείναμε ως το τέλος του πανηγυριού.

Μα όταν στο τέλος ένοιωσεν ο μαύρος τους αθλίους του γάμους, τον πόνο του δε βάσταξε και στη μανία της καρδιάς του διπλά έκαμε κακά· με το πατρόκτονό του χέρι τα μάτια του έχυσε σπηρουνιαστά.

Φύγ' απ' εδώ Υπομονή, και γείνου οδηγός μου εσύ Μανία φοβερά, πώχεις φωτιάντα μάτια! Τυβάλτη, 'πίσω πάρε τον τον λόγον που μου είπες και ο αχρείος είσαι συ! Επάνω μας πλανάται του Μερκουτίου η ψυχή, και συντροφιάν προσμένει την ιδικήν σου την ψυχήν εκεί να του την στείλω. Κατόπιν του ο ένας μας θα 'πάγη, ή κ' οι δυο μας!

Σήμερα ίσως δε θα φύλαγε τρεις μέρες ακροατήριο ο Πολέμωνας, εξόν α μας έβγαζε και φράγκισσες χορεύτρες στο μεταξύ. Τότες όμως η μανία του «λόγου» ζούσε ακόμα άδολη και καθάρια στις νερουλιασμένες εκείνες ψυχές. Τόσο καθάρια, που κι α μερικοί τον κατάκριναν την πρώτη μέρα, τη δεύτερη όμως θέλοντας και μη τον αγαπούσαν, και την τρίτην πια τονέ θάμαζαν.

Σύντροφο, μου απαντά με θυμό, για να σου ανοίξω τα μάτια. Τόρα εκατάλαβα! Δεν είχε μόνον μανία στο άλλαγμα παρά κάτι περισσότερο. Ήθελε να φαίνεται στη σκούνα μοναχός καραβοκύρης. Τον έτρωγε το εγώ του. Τόσο εξιπάσθηκε με το καπετανλίκι ο χοντροναύτης που επίστεψε πως ήταν πορφυρογέννητος. Όλα τα ήξευρε και όλα τα ώριζε. Γη, θάλασσα, ουρανός, πλεούμενα όλα δικά του.