Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 10 Ιουνίου 2025
Σαν την είδε η χήρα μπήζει πάλι τις φωνές: — Δεν έρχεσαι να συμμαζέψης τον άντρα σου, Κυρα-Νικόλαινα! τι με πήρε εμένα και ήρθε να μου πιάση το μάγουλο! Ακούς εκεί να μου πη να του ανοίξω την πόρτα τη νύχτα! Θα τον σκοτώσω... Έκανε να μιλήση ο Κυρ-Νικολάκης, μα πού να βρη αράδα. Άφριζε τώρα κ' η γυναίκα του, άφριζε κ' η ξένη.
Ξαπλωμένος πάνω στο ψαθί, με το ένα χέρι κάτω από τη μασχάλη και το άλλο κάτω από το μάγουλο, ένοιωθε την καρδιά του να χτυπά και το θρόισμα των καλαμιών πάνω στο φρύδι του λόφου του φαινόταν να είναι ο αναστεναγμός κάποιου κακού πνεύματος. Το κίτρινο γράμμα! Κίτρινο, άσχημο χρώμα. Ποιος ξέρει τι έμελλε ακόμη να συμβεί στις κυράδες του.
Ήτον πολύ τολμηρός ο λόγος μου τούτος κ' έφερε στο απαλό μάγουλό της το βαθύτερο της φωτιάς χρώμα. Αλλά δεν επειράχτηκε, γιατ' είδα να ξεβάψη γλήγορα πάλι και να με γλυκοτηρά. Έτσι περάσαμε όλο το δρόμο, ως το χωριό. Εγώ παντού την επεριποιόμουν.
Ήτον πολύ τολμηρός ο λόγος μου τούτος κ' έφερε στο απαλό μάγουλό της το βαθύτερο της φωτιάς χρώμα. Αλλά δεν επειράχτηκε, γιατ' είδα να ξεβάψη γλήγορα πάλι και να με γλυκοτηρά. Έτσι περάσαμε όλο το δρόμο, ως το χωριό. Εγώ παντού την επεριποιόμουν.
Δέφτερο εκεί το Θέστορα, με το βαρύ κοντάρι ορμώντας — κάθουνταν αφτός στ' αμάξι ζαρωμένος, τι τάχασε και τούπεσαν τα γκέμια του απ' τα χέρια — αφτόν δεξά στα μάγουλο ζυγώνει και του μπήγει 405 μια κονταριά και του τρυπάει το δοντοφράχτη ως πέρα.
Μα ο Θεός μας, ο δικός μου ο Θεός που δεν πιστεύεις συ, τον Γυιο του έστειλε ανάμεσό μας κι' αυτός μας είπε ν' αγαπάμε όποιον μας μισεί και αν μου δώσης ένα ράπισμα εσύ, εγώ να σου γυρίσω και το μάγουλο το άλλο. Στην καρδιά μου σκέψι να μη βάλω για τίποτε κακή! Να έχω θέλησι καθώς το πρόβατο λευκή.
Τι ήταν του Ομήρου οι ήρωες μπροστά σ’ αυτές τις γυναίκες που μάχονταν: αγκώνας με στήθος, νύχι με μάγουλο, δόντι με κρέας, κλωτσιά με κοιλιά!
Το εσωτερικό του χειλιού είχε το κόκκινο βαθύτερο και βρεμένο, και το απάνω χείλι λευκό και γαργαλιστικό σκιαζόταν από αλαφρό χρυσωπό χνούδι. Τα δύο κορίτσια ή γυναίκες — δεν ήξερε καλά — μιλούσανε γλήγορα κι' από τη μιαν ομιλία γλυστρούσανε στην άλλη. Κάποτε που γελούσανε φωτιζόταν οι καμπύλες στο μάγουλό τους. Τα πρόσωπά τους ήτανε μικρότερα από των τριγύρω αντρών, πιο στρογγυλά και πιο πονηρά.
Τα είχε ξεσκολήσει αυτά ο παπάς, μα ήθελε πάλι να τη δοκιμάση. Άπλωσε το χέρι του να την χαϊδέψη στο μάγουλο... Η παπαδιά έγεινε κόκκινη σαν τον αστακό απ' το θυμό της. Καθώς ήτανε παχειά κ' αιματώδισα, θαρρούσες πως θα σκάση. — Κάτω τα ξερά σου. Έχεις και λειτουργία αύριο, γέρο κολασμένε! — Ο Θεός είνε μεγάλος, παπαδιά. Άλλες είνε οι αμαρτίες. Η αγάπη δεν είνε κρίμα. Την έδωκε ο Θεός.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν