Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 21 Ιουνίου 2025


Εγέλασε και ο Κ. Λιάκος, αλλ' επεθύμει σαφεστέραν απόκρισιν, ώστε επανέλαβε, χαριεντιζόμενος δήθεν και αυτός: — Αλλ' έχομεν τουλάχιστον μιμητάς ημείς οι δύο; Πόσους και τίνας απήντησες σήμερον; — Τους αυτούς πάντοτε! τον δείνα, τον τάδε...

Ο Λιάκος όμως είχεν ήδη εκλέξει και εύρει μυστικοσύμβουλον, ώστε δεν έσπευδε να επωφεληθή της παρούσης ευκαιρίας, και εσιώπα μετανοών διά την απερισκεψίαν, με την οποίαν υπεσχέθη να είπη όλα εις τον φίλον του. Όχι ότι δεν ηγάπα και δεν εξετίμα τον Κ. Πλατέαν. Αλλά τη αληθεία δεν τον εθεώρει αρμόδιον δι' ερωτικάς εξομολογήσεις, δεν τον ενόμιζεν ικανόν να εννοήση τας λεπτότητας των αισθημάτων του.

Και ήρχισαν συνομιλούντες περί αντικειμένων σχετιζομένων προς τας καθημερινάς ασχολίας των. Ο Λιάκος έδιδεν εντέχνως αφορμήν και ύλην ομιλίας εις τον φίλον του, ώστε ούτος ήτο ο έχων κυρίως τον λόγον. Και ωμίλει ο Κ. Πλατέας μετ' αύξοντος ενθουσιασμού, παρεισάγων στίχους ομηρικούς.

Καθ' οδόν ο Λιάκος επροσπάθει να μεταδώση εις τον Κ. Πλατέαν την ευθυμίαν του, αλλ' άνευ επιτυχίας. Ήτο πλήρης φαιδρών ιδεών εκείνος, διότι ο γάμος του φίλου του εξησφάλιζε την ιδικήν του ευτυχίαν, διότι απόψε εις της εξαδέλφης του, μετά τοσούτων ημερών χωρισμόν, έμελλε να ίδη την ερωμένην του συνοδεύουσαν βεβαίως την αδελφήν της.

Ο Λιάκος που τον είχε νανουρίση στα γόνατά του μια φορά, γιατ' είτανε παιδί φίλου του γκαρδιακού, αρραβώνιασε την τσούπα του με δαύτον και γύρευε να βρη εποχή να τον κάμη ν' αφήση τα βουνά και ναρθή να δουλέψη μαζί του στο μύλο για να κάμη το γάμο. Αυτός γέρος είταν και μεις οι γέροι τι καρτερούμε άλλο από τον τάφο!...

Και δεν μου το έλεγες, αδελφέ, είπεν, ότι είχες όρεξιν διά περίπατον σήμερον, ώστε να εξέλθωμεν μαζή; Αλλά πώς ήργησες τόσον; Τώρα είναι ώρα επιστροφής. — Ήργησα τω όντι. Ενόμιζα όμως ότι θα σε απαντήσω μακρύτερα. Και μετά προσποιητής αδιαφορίας ο Κ. Λιάκος επρόσθεσεν: — Είναι πολύς κόσμος έξω; — Πολύ ολίγος!

Ο Λιάκος διασκελίσας διαφόρους σάκκους εισήλθεν εις το γραφείον και εκάθισεν επί της μόνης εκεί διαθεσίμου καθέκλας, παρά την τράπεζαν του διευθυντού. Ο περί αυτόν αήρ απέπνεε βαρύ άρωμα συμμίκτων αποικιακών ειδών, αντήχει δε η επαναληφθείσα εις την αποθήκην βοή της έριδος, εν μέσω της οποίας διέκρινε τας λέξης «βάρος, σάκκοι, τελωνείονσυχνάκις επανερχομένας εις την συζήτησιν.

Απήγγελλεν έτι, ότε ο Λιάκος, αφίνων ελευθέραν επί τέλους την χείρα του, ηγέρθη αίφνης και στρεφόμενος προς τον δρόμον εχαιρέτισεν υποκλινώς. Ο Κ. Πλατέας έστρεψε τους οφθαλμούς προς τους χαιρετιζομένους και είδε τα νώτα ενός κυρίου προβεβηκότος την ηλικίαν και δύο κομψών κυριών εκατέρωθεν αυτού. Δεν εβράδυνε ν' αναγνωρίση την τριάδα και εκ των όπισθεν. Ο Διάκος εκάθισε πάλιν. Ήτο κατακόκκινος.

Ακολουθών την διεύθυνσιν των βλεμμάτων του Λιάκου ο Κ. Πλατέας εστρέφετο ενίοτε και αυτός προς τα οπίσω, εστρέφετο δ' ολόκληρος διά να ίδη διά μέσου των ομματοϋαλίων του τι επέσυρε την προσοχήν του σωτήρος του· αλλά τίποτε δεν έβλεπε και εκαλοκάθητο πάλιν εις το σκαμνίον συνεχίζων την ομιλίαν του. Επί τέλους ο Λιάκος είδεν ό,τι επερίμενεν.

Αλλ' εσιώπησεν, ως διστάζων πόθεν ν' αρχίση. Ο καθηγητής συστείλας τους ώμους και πάλιν, έστρεψε το βλέμμα προς τον ήλιον και είδεν ότι είχεν ήδη κρυφθή όπισθεν του βουνού. — Δεν τα λέγομεν καλλίτερα περιπατούντες; Ώρα να επιστρέψωμεν πλέον. Και ηγέρθη. Ηγέρθη και ο Λιάκος, και οι δυο φίλοι επορεύθησαν προς την πόλιν.

Λέξη Της Ημέρας

συγκατάνευσε

Άλλοι Ψάχνουν