Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 21 Ιουνίου 2025
Αλλά ταύτα πάντα τόσον συγκεχυμένα και δυσδιάκριτα, ώστε βεβαίως δεν ηδύνατο διά λόγων να τα εκφράση. Μετά τινων στιγμών σιωπήν, ενώ εισέτι αντήχει εις την ακοήν του η πλήρης πάθους εκφώνησις του φίλου του «Την αγαπώ», ηρώτησεν αφελώς, χωρίς να σκεφθή τι λέγει: — Ποίαν από τας δύο; Ο Λιάκος τον ητένισε με απορίαν. Δεν είπε λέξιν, αλλά το βλέμμα του έλεγε: «Και θέλει ερώτημα;»
— Τι συμβαίνει; ηρώτησεν ο Λιάκος ανήσυχος. Τι έπαθες: — Τι έπαθα; Ό,τι ποτέ δεν επερίμενα! Εζήτησα τον Μητροφάνην να μου δώση την κόρην του και αντί να μου... — Εζήτησες την κόρην του! — Μάλιστα. Τι θαυμάζεις; — Δεν μου έλεγες χθες ότι ποτέ... — Αι, και τι με τούτο; Εσκέφθην την νύκτα και επείσθην ότι πρέπει να νυμφευθώ και ούτε θα εύρω ποτέ καλλιτέραν γυναίκα.
Σου την έχω αφιερωμένην! — Εις μάτην ο Κ. Λιάκος διεμαρτύρετο προσπαθών να τον πείση ότι δεν ήξιζε τόσον λόγον το πράγμα, ότι πας άλλος βλέπων άνθρωπον πνιγόμενον και δυνάμενος να κολυμβήση θα έπραττεν ό,τι αυτός έπραξεν. Ο σωθείς δεν επείθετο και εξηκολούθει ανακηρύττων την ευγνωμοσύνην του.
Αλλά διά να μη απομακρυνθή, θα περιορισθή σήμερον εις τον παλαιόν του περίπατον. θα υπάγη εις τα Βαπόρια. Έκραξε λοιπόν την Φλουρούν και είπε προς αυτήν ότι δεν θ' αργήση να επιστρέψη, αλλ' εάν εν τω μεταξύ έλθη ο Κ. Λιάκος, να τον στείλη εις τα Βαπόρια.
Και ήρχισεν ο Κ. Πλατέας απαριθμών εις τα δάκτυλά του τους περιπατητικούς φιλοσόφους, ως τους απεκάλουν οι θαμώνες της πλατείας, όσους συνήντησε, γέροντας όλους ή μεσοκόπους, εκτός ενός νεανίου ρέποντος εις τον ρωμαντισμόν και έχοντος αξιώσεις ποιητού. — Κυρίας δε διόλου; ηρώτησε και πάλιν ο Λιάκος. — Και βέβαια!
— Άκουσε, Πλατέα, είπεν ο Λιάκος μετά προφανούς συγκινήσεως. Τι εσκέφθης το εννοώ, διότι σε γνωρίζω. Αλλά δεν ημπορώ να δεχθώ εκ μέρους σου τοιαύτην θυσίαν. — Τι θυσίαν; και ποίος σ' ερωτά να δεχθής ή να μη δεχθής; Απεφάσισα να την πάρω, διότι θέλω να νυμφευθώ, και θα την πάρω! Και αν δεν είναι με το θέλημα του πατρός της, θα την κλέψω! Ιδού!
Ο Κ. Πλατέας εστραυροκοπήθη προς ένδειξιν του θάμβους το οποίον τον κατείχε. — Κύριε ελέησον, είπε! Διά τον Κον Μητροφάνην και τας θυγατέρας του ήτο όλη αυτή η ιστορία! — Με συγχωρείς, απεκρίθη ο Λιάκος μετά φωνής προδιδούσης εισέτι την συγκίνησίν του. Δεν ήθελα να υποθέσουν ότι ομιλούμεν περί αυτών. — Μνήσθητί μου, Κύριε! Και δεν μου λέγεις ότι είσαι ερωτευμένος! — Ω ναι!
— Επιβλητικόν! Όλον μεγάλας λέξεις μου λέγεις! Τώρα θα μου απαγγείλης και κανένα στίχον του Ομήρου. — Άκουσέ με, επανέλαβεν ο Λιάκος μεταβαλών ύφος. Κ' εγώ κατά πρώτον εθεώρησα το πράγμα καθώς συ. Αλλ' αφού εσκέφθην καλλίτερα, επείσθην ότι η πρώτη μου εντύπωσις δεν ήτο η ορθή.
— Άφησέ τα αυτά, υπέλαβε με ύφος ημερώτερον ο Κ. Πλατέας, και ειπέ μου πού ευρίσκεται η υπόθεσις; Τι έκαμες τόσην ώραν; Ο Λιάκος ήρχισε την διήγησιν, αλλά δεν είπε τα πάντα εις τον γαμβρόν.
Ευτυχώς ο Κ. Λιάκος ελούετο παρέκει. Ότε είδε τον Κ. Πλατέαν παρά πάσαν συνήθειάν του βυθιζόμενον εντός της θαλάσσης, τους δε κύκλους πλατυνομένους περί το σημείον όπου εβυθίσθη, ενόησε τί συμβαίνει. Διασχίσας βιαίως την θάλασσαν επλησίασε και, καταδυόμενος, ήρπασε τον πνιγόμενον, τον ανέσυρεν εις την επιφάνειαν και μετά κόπου τον ερρυμούλκησεν άπνουν και αναίσθητον μέχρι της ακτής.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν