Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 21 Ιουνίου 2025


Ο Λάζος, ο Βρυκόλακας, ο γέρο Κώστα Πάλλας, Ο Καλιακούδας ο Λουκάς, ο Χρόνης, ο Γυφτάκης, Τ' Ανδρούτζου τάσπρο φάντασμα, τρανό σαν το Βελούχι Με τον ψυχοπατέρα του το Βλάχο το Θανάση, Λειοντάρια που δεν άφιναν τον άδηησυχία. Ο Λιάκος απ' τον Όλυμπο. Εκεί κι' ο Κοντογιάννης Που γύρευε συχώρεση να πάρη για το Μήτζο.

Εξετέλεσε το καθήκον του, απέδειξεν εις τον σωτήρα του την ειλικρίνειαν της φιλίας του και την έκτασιν της ευγνωμοσύνης του.....Διατί όμως αργεί τόσον ο Λιάκος; Διατί δεν επιστρέφει το ταχύτερον, ώστε να παύση η αβεβαιότης υπό της οποίας βασανίζεται;... Και έβλεπεν ανά πάσαν στιγμήν το ωρολόγιόν του, και ηπόρει διά την βραδύτητα του ωροδείκτου. Η ώρα δεν παρήρχετο!

Ο Κ. Πλατέας ηγέρθη και με το χειρόμακτρον εις χείρας, όρθιος όπισθεν του καθημένου φίλου του, έβλεπε τας λέξεις, τας οποίας ο Λιάκος μεγαλοφώνως ανεγίνωσκε. «Φίλτατε εξάδελφε, «Φέρε μου απόψε τον φίλον σου. Θα είναι και η λεγάμενη εις την οικίαν μου. Ελάτε ενωρίς. Η εξαδέλφη σου.» — Αι, δεν σου το έλεγα; ανέκραξε περιχαρής ο Λιάκος. Ετοιμάσου να πηγαίνωμεν! Ετοιμάσου!

Σε ηπάτησα λοιπόν, ότε σου την εγκωμίαζα; ηρώτησεν ο Λιάκος. — Θησαυρός, αδελφέ, ανεφώνησεν ο Πλατέας. Θησαυρός! Μετά έξ μήνας, εξηκολούθησε, θα σου ζητήσω νέαν εκδούλευσιν. Σε θέλω ανάδοχον του ανεψιού σου. — Και σεις; υπέλαβεν ο Λιάκος. — Α! Και σεις λοιπόν! Και οι δύο φίλοι ενηγκαλίσθησαν αλλήλους πλήρεις χαράς.

Τα αυτά επί τοις αυτοίς πάντοτε! Τοσούτον κατείχετο υπό των σκέψεων τούτων, ώστε ούτε έν ημίστιχον ομηρικόν καθ' όλην την ημέραν εκείνην απεστήθισεν! Εάν επέπρωτο να διαρκέση η ηθική εκείνη στενοχωρία, θα επέφερεν αποτελέσματα δραστικώτερα και της ασκήσεως και της ψυχρολουσίας, θα ελίγνευεν ούτω βεβαίως ο πολύσαρκος καθηγητής. Ο Λιάκος δεν εφαίνετο!

Αρματωλός του Ολύμπου περί ου και το υπ' αριθμόν LXXXIX εν τη Πασσοβίω συλλογή δημοτικόν άσμα όπου διαλάμπουσιν οι τρεις επόμενοι στίχοι. Προσκύνα, Λιάκο, τον πασά, προσκύνα το Βηζύρη. Όσο είν' ο Λιάκος ζωντανός πασά δεν προσκυνάει· Πασά έχει ο Λιάκος το σπαθί, βηζύρη το τουφέκι. Ιωάννης Κοντογιάννης εκ Χαλικιοπούλων του Βάλτου, αρματωλός Υπάτης. Παρευρέθη και διέπρεψε κατά την εν Κερασόβω μάχην.

Κατ' εκείνην την στιγμήν ο κώδων της Μεταμορφώσεως εσήμανε τας δώδεκα, και ο καθηγητής ενθυμήθη πρώτον μεν ότι τον επερίμενε το πρόγευμα εις την οικίαν του, δεύτερον δε ότι ο Λιάκος έτρωγε συνήθως εις ξενοδοχείον όπισθεν της πλατείας κείμενον. Επορεύθη λοιπόν προς το ξενοδοχείον και πράγματι συνηντήθη προ της θύρας του ξενοδοχείου με τον πρωτοδίκην. — Ω αδελφέ, ανεφώνησεν, ω αδελφέ!

Και ήκουεν ο Λιάκος, αναλογιζόμενος τον γέροντα καθώς τον είδε χθες εις τον περίπατον, με τας δύο του θυγατέρας εκατέρωθεν, ήρεμον και γαληνιαίον, ενώ σήμερον... Μετά τινα λεπτά εκόπασεν ο θόρυβος, ανεχώρησαν οι φιλονεικούντες, και ο Κ. Μητροφάνης εισήλθεν εις το γραφείον σύνοφρυς εισέτι. — Εις κακήν ώραν ήλθα, έλεγε καθ' εαυτόν ο Λιάκος.

Ο Κ. Πλατέας, κεχηνώς, δεν εγνώριζε τι να υποθέση. Αλλά δεν εστράφη. Έμενεν ακίνητος, προσηλών εν σιωπή τα βλέμματα εις του Λιάκου τους οφθαλμούς, προσηλωμένους πάντοτε προς τον δρόμον. Εκ της εκφράσεώς των ενόησεν ο Πλατέας ότι το αντικείμενον της προσοχής των επλησίαζεν, αλλά δεν ετόλμα ούτε να κινηθή, ούτε να ομιλήση. — Ειπέ τίποτε, ψιθυρίζει αίφνης ο Λιάκος επιτακτικώς.

Βαθμηδόν η απορία μετεβλήθη εις στενοχωρίαν. Συνέλαβε την ιδέαν μήπως... Αλλά δεν ήτο άνθρωπος να κρύπτη ό,τι ήρχετο εις τον νουν του. Εστάθη εις το μέσον του δρόμου διακόψας και τον περίπατον και την ομιλίαν του Λιάκου και στραφείς προς αυτόν, — Τι μου τα λέγεις αυτά; τον ηρώτησε. Τι μου την εγκωμιάζεις; Μη έβαλες εις τον νουν σου να μου την φορτώσης; Ο Λιάκος έμεινεν ως εμβρόντητος.

Λέξη Της Ημέρας

συγκατάνευσε

Άλλοι Ψάχνουν