United States or Laos ? Vote for the TOP Country of the Week !


Όλη την ημέρα η όμορφη βασιλοπούλα σεργιανούσε μέσα στο μεγάλο περιβόλι και μιλούσε με τα λουλούδια και τα πουλιά, γιατί ήξερε τη γλώσσα τους. Μια μέρα ένα βασιλόπουλο, που στο μακρυνό του βασίλειο είχε φθάσει η φήμη της όμορφης βασιλοπούλας, πήδησε κρυφά μέσα στο περιβόλι και αντάμωσε τη βασιλοπούλα, την ώρα που κολυμπούσε μαζή με τους λευκούς κύκνους, μέσα στα νερά της λίμνης.

Την άλλη άνοιξι η όμορφη βασίλισσα γέννησε μια βασιλοπούλα, που η ομορφιά της δεν είχε μετασταθή στον κόσμο. Σαν εμεγάλωσε η βασιλοπούλα, αγάπησε τωραίο περιβόλι με τα μεγάλα δένδρα, τα ωραία λουλούδια, τις λίμνες, τα ποταμάκια, τα χαριτωμένα πουλιά και τους λευκούς κύκνους.

Ο Σαίξπηρ μπορεί ν' αντίκρυσε στους λευκούς δρόμους του Λονδίνου τον Rosencrantz και τον Guilderstern ή να είδε τους υπηρέτες των αντίμαχων σπιτιών να δαγκώνουν τα μεγάλα δάκτυλά τους με άχτι ο ένας του αλλουνού στη μέση στην πλατεία· όμως ο Άμλετ εβγήκε μέσ' από την ψυχή του κι ο Ρωμαίος μέσ' από το πάθος του.

Και εις το βάθος εφαίνοντο προς βορράν τεμνόμεναι αι δύο των λόφων σειραί, αι περιβάλλουσαι ένθεν και ένθεν τον μακρόν αλλ' ευσύνοπτον εις το βλέμμα κάμπον, η μία η ανατολική, υψηλή, εγγυτέρα εις τον θεατήν, επιστεφομένη από το καλύβι του μπάρμπα-Γεωργιού, Θεός σχωρέσ' τον, του Κοψιδάκη, όπου όχι άπαξ εώρτασες την Πρωτομαγιάν, παιδίον, με γάλα και με οβελίαν αμνόν και με στεφάνους και με λελούδια, όταν έζη ο προς μητρός πάππος σου, ο μπάρμπ' Αλέξανδρος, Θεός σχωρέσ' τον, ο Καρονιάρης, όστις ηγάπα να εορτάζη μεγαλοπρεπώς την Πρωτομαγιάν, χορηγός αυτός όχι μόνον δι' όλους τους υιούς, τας θυγατέρας και τα εγγόνια του, αλλά και διά τα αναδεξίμια του και τους κουμπάρους του και διά τας κόρας των κολληγισσών του ακόμη, τας οποίας επταετής ήδη δεν ώκνεις να ερωτεύεσαι, φανταζόμενος ότι τρέχεις κατόπιν αυτών εις τους ορμίσκους, εκεί όπου ελεύκαινον τας οθόνας, και ότι κρύπτεσαι μαζί των εις τα άντρα, τα πατούμενα υπό της θαλάσσης, αφριζούσης υπό την πνοήν του Βορρά, ονειροπολών την ευτυχίαν εις τους λευκούς και γλαφυρούς κόλπους, με τας ολοβροχίους και βυσιννόχρους τραχηλιάς και εις τας κυανόφλεβας και τορνευτάς ωλένας με τας μακράς και κεντητάς χειρίδας των.

Από τους λευκούς βράχους ο αντίλαλος πάραυτα εκτιναχθείς, ως κρότος τηλεβόλου, προσέκρουσε κάτω, προς τας προκυμαίας και τας οικίας της παραλίας και επανελήφθη, κάτω βαθειά, ως διά βραχνής σάλπιγγος δαίμονος, εν τη σιωπή της νυκτός: — Μόλα μπουρίνα, τίρα μόλα!

Ήδη από της αρχής του θεάματος, ο Καίσαρ είχε φανή εις το μέσον του λαού, επί λαμπρού τεθρίππου με λευκούς ίππους. Έφερεν ένδυμα αμαξηλάτου με πράσινον χρώμα, ως εσυνηθίζετο εν τη αυλή του. Άλλα άρματα ηκολούθουν πλήρη αυλικών με ενδύματα μεγαλοπρεπή. Συγκλητικοί, ιερείς, μουσικοί μετημφιεσμένοι εις ζώα και εις σατύρους έπαιζον κιθάρας, άρπας, οξυαύλους και κέρατα.

Οι δε Κίλικες, τέταρτος νομός, παρείχον τριακόσιους εξήκοντα ίππους λευκούς, ένα καθ' ημέραν, και πεντακόσια τάλαντα αργυρίου, εκ των οποίων τα μεν εκατόν τεσσαράκοντα κατηναλίσκοντο εις την συντήρησιν του ιππικού όπερ εφύλαττε την χώραν της Κιλικίας, τα δε άλλα τριακόσια εξήκοντα ήρχοντο εις τον Δαρείον.

Ο ήλιος μόλις είχεν ανατείλει, διαλύων τους ανερχομένους από την θάλασσαν προς την πρασινίζουσαν ακτήν λευκούς ατμούς, τα ύδατα ήσαν ρηχά από τον ασθενή άνεμον, όστις εφύσα. Εφαίνετο την πρωίαν εκείνην, ότι και αυτός ο Βορράς ευρέθη εις διάθεσιν φιλοπαίγμονα, θωπεύων μαλακά την θάλασσαν.

Αλλά, καίτοι φαγούσα τοσούτους απηγορευμένους καρπούς, διετήρει ακόμη λευκούς και ακεραίους όλους της τους οδόντας, η δε όρεξις αυτής, η χάριν της φιλοδοξίας επί τοσούτον λησμονηθείσα, ήρχισε και πάλιν να ταράσση τα στήθη της, άτινα ήσαν κακείνα ουχ’ ήττον των οδόντων στερεά και καλώς διατηρημένα.

Αλλ' ο Φλώρος δεν είχεν ακόμη καταντήσει να ονειρεύεται λευκούς κοσσύφους, την δε Ιωάνναν του, καίτοι τεσσαρακοντούτιδα, ουδ' αντί δυο εικοσαετών παρθένων ήθελεν ανταλλάξει.