United States or Hungary ? Vote for the TOP Country of the Week !


Σε λίγο άρχισε να διορθώνη τα λουλούδια με τα παχουλά, νευρικά της δάκτυλα. Δυο κλώνοι με μενεξέδες της πέσανε κάτω στο πάτωμα. Ο μελαχροινός κύριος έσκυψε να τους σηκώση. Τους πήρε και τους πρόσφερε στη γυναικούλα μ' ένα κίνημα ευγενικό. Εκείνη τον κύτταξε γλυκά και του είπε: — Δεν πειράζει, κύριε. Κρατήστε τα, αν σας κάνουν ευχαρίστηση.

Ο Ριόλ έδωσε υπόσχεσι να πάη στη φυλακή του Δουκός Χοέλ, να του ορκισθή πάλι πίστι και τιμή, να ξαναφτιάση τα πυρπολημένα χωριά και της πολιτείες. Στη διαταγή του, η μάχη έπαψε, κι' απεμακρύνθη ο στρατός του. Όταν οι νικητές γύρισαν στο Κάρχαιξ, ο Καερδέν είπε στον πατέρα του: «Μεγαλειότατε, καλέστε τον Τριστάνο και κρατήστε τον.

Τράβηξε παράμερα τον Καερδέν, κοντά σ' ένα παράθυρο, για να ιδή τάχα καλλίτερα και να παζαρέψη το δαχτυλίδι. Ο Καερδέν της είπεν απλά: «Βασίλισσα, ο Τριστάνος είναι πληγωμένος με φαρμακερό σπαθί, και πεθαίνει. Σας μηνά ότι μονάχα σεις μπορείτε να του κάνετε καλό. Σας θυμίζει της μεγάλες πίκρες και τους μεγάλους πόνους που υποφέρατε μαζύ. Κρατήστε αυτό το δαχτυλίδι. Σας το δίνει».

Μα πρώτα με τα λόγια εγώ λέω ναν τους δοκιμάσω όπως τεριάζει, και θα πω να φέβγουμε απ' την Τροία μαζί με τα πολύσκαρμα καράβια. Μον τηράτε, εσείς τότε άλλος απ' αλλού ναν τους κρατήστε πίσω75 Είπε και κάθησε. Κι' εφτύς σηκώθηκε κατόπι ναν τους μιλήσει ο βασιλιάς της αμμουδάτης Πύλος.

Αφίνω πως μας αρρώστησαν από την αϋπνία, κ' εμένα και τη γυναίκα μου . . . αφίνω πως τα καϋμένα τα παιδιά μου ούτε χορεύουν πεια ούτε τραγουδούν . . , γιατί δεν έχω κέφι να παίξω το μπουζούκι μου. Το λοιπόν, αφέντη, με το συμπάθειο . . . σας είμαι υπόχρεως, πολύ υπόχρεως, . . μα . . νά κρατήστε του λόγου σας τα χρήματα σας, κ' εγώ . . . τη φτώχια μου.

Μεταξύ του αριθμού αυτού δεν ευρίσκοντο ολιγώτεραι των δέκα οκτώ γυναίκες, αλλά τώρα τελευταίως τα πράγματα μετεβλήθησαν πολύ, όπως βλέπετε. — Μάλιστα . . . μετεβλήθησαν πολύ, όπως βλέπετε, είπεν ο κύριος, ο οποίος είχε κλωτσήσει την δεσποινίδα Λαπλάς. — Μάλιστα, μετεβλήθησαν, όπως γνωρίζετε, επανέλαβαν εν χορώ όλοι οι συνδαιτυμόνες. — Κρατήστε όλοι την γλώσσαν σας, είπεν ο κ.

Άφησε, Έπαρχε, ξανά να του μιλήσω, ίσως και να τον πείσω. Πρέπει να του μιλήσω, δεν βαστώ. Και σεις, Μαννάδες, αν τυχόν και αποστάσω, κρατήστε με γερά, κατάχαμα μη σωριαστώ. Πώς η καρδιά μου σπαρταρά! Λεβέντη μου, το βλέπω φανερά, αν δεν αλλάξης γνώμη, νεκρό θε να σε κλάψουν η πλατείες και οι δρόμοι.