United States or Morocco ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πήγε να πλαγιάση, μα το κεφάλι της την πονούσε, τα μηνίγγια της χτυπούσαν. Δεν την εύρισκε ύπνος... Ο Παπα-Παρθένης ταξιδεύει. Η καπετάνισσα τον καρτερεί. Πέρασε ένας μήνας, δυο μήνες. Χρόνια της είχαν φανή της παπαδιάς. — Καιρός είνε, που θα καλοδεχτούμε τον παπά, ζύγωσαν οι μέρες, έλεγαν οι γειτόνισσες που ερχόντανε και τη συντρόφευαν. Σε λίγες μέρες ήρθε κάποιο γράμμα απ' τον Πειραιά.

Μετά μίαν ώραν, αφού είχε σηκωθή από το πικραμμένον δείπνον της η καπετάνισσα, πριν σηκωθή να κάμη την προσευχήν της, διά να πλαγιάση, αίφνης της λέγει: — Τι έλεγες, Φλωρού, για την γρηά-Γκότσαινα, την μάγισσα;

Η δε ασημένια χρύσοφρυς δεν ήθελε να τον αποχωρισθή, τον αγαθόν πρεσβύτην, και παρηκολούθει μετά πόνου το πτώμα, ανασυρόμενον θλιβερώς υπό των δύο αλιέων, εν ώ ο πονηρός ερυθρίνος εχόρευεν από χαράν. Παρήλθον έτη. Η καπετάνισσα, ήτις εφαίνετο ότι ποτέ της δεν θα γηράση, εγήρασε πλέον.

Ας κουρεύεται! είπεν επί τέλους ο δήμαρχος εις τον μηχανικόν, ιδών ότι η γραία καπετάνισσα δεν ωμοίαζε διόλου προς την επί Ευδοξίας χήραν με την άμπελον. Ούτως η φιλόστοργος μήτηρ υπέμεινε βλέπουσα ολονέν κατερειπούμενον το μέγαρον, με την ελπίδα την απροσμάχητον ότι θα επανήρχετο μίαν ημέραν ο υιός της.

Εγερθείσα εν τω άμα εστάθη προς στιγμήν ακίνητος με τα μεγάλα μάτια της η Βγένα, η καπετάνισσα, υψηλή και εύσωμος γυνή, ατενώς προβλέπουσα τα μεγάλα της Παναγίας της Λημνιάς μάτια, τα οποία ήσαν τα μόνα ακίνητα τόσην ώραν εκεί οπού όλα εκινούντο φρίσσοντα υπό τας τρομώδεις του ανέμου πνοάς. Εστάθη ακίνητος με τα ακίνητα μάτια της, σαν να ωμίλει με τ' ακίνητα της εικόνος μάτια.

Ήθελε να του δώση ένα από τα κορίτσια της γειτόνισσάς του, της γρηάς Μαθήνας τα κορίτσια, που τάξευρε και τον ήξευρον, και οπού τόσον επεριποιούντο την συγχωρεμένην την καπετάνισσα και εις τα μέσα και εις τα έξω με εξαιρετικήν προθυμίαν. Αλλ' η επιμονή του νεανίου εις τους πόθους του ηύξανεν, όσον ηύξανε και η μέθη του.

Η καπετάνισσα κατ' αρχάς, ακούουσα ταύτα, ήρχισε να φοβήται και αυτή. Διότι περί το μεσονύκτιον την εξύπνα άλλοτε μεν φωνή αλώπεκος, άλλοτε λύκου ωρυγή, και άλλοτε χρεμετισμός ίππου. Και, όταν μίαν νύκτα ήθελε ν' αντλήση ύδωρ από την στέρναν, βροχή λίθων παρ' ολίγον να θραύση την κεφαλήν της.

Ανάθεμα την αρρώστεια, που τον έρριξε στη στερηά! Ας όψεται ο Δεσπότης, ο μπάρμπας του, που τον έφαγε να γίνη παπάς· ας όψεται η γυναίκα του, πούθελε από καπετάνισσα να γίνη παπαδιά, για να τον έχη στο φουστάνι της και να τρώη τις προσφορές του κόσμου. Κι' αυτός τους άκουσε. Άκουγε όλον τον κόσμο. Δεν μπορούσε να πη το όχι.

Σαν τι τα θέλω τα φλουριά και τα βαρηά γιονρτάνια. Σαν τι τα θέλω τα χρυσά κι' ασημωμένα ρούχα, Σαν δεν κοιμούμαι μια φορά 'ςτό πλάι του καλού μου; Νάμουνα κάλλια πιστικιά, κάλλια θερίστρα νάμουν, Παρά η καπετάνισσα, του Γέρω-Δήμου η νύφη.