United States or Uruguay ? Vote for the TOP Country of the Week !


Θα γιάτρεβα πρώτα πρώτα την καημένη μας την ψυχή, την ψυχή του αθρώπου που το βράδυ, όταν ο ήλιος βασιλέβει, λύπη γιομίζει και θάνατο συλλογιέται, τη δύστυχή μας την ψυχή που όλο θέλει κι όλο δεν μπορεί, την ψυχή μας που έχει χάλια, γιατί είναι καλή και γενναία ψυχή κι όμως είναι περιωρισμένη. Αν είμουν Παναγιά, δε θα μπορούσε κανείς να μετρήση τα θάματά μου.

Ο Θανάσης ο Μελαχροινός καλησπέρισε, φέρνοντας το χέρι στο στήθος, με το παντοτεινό του χαμόγελο. — Την ευχή σου, δέσποτα. — Ευλογημένος να είσαι. — Και πού είνεκαλή ώρα νάχη — η κυρά παπαδιά; Δεν θα την ιδούμε απόψε; Από μέσα του ήτανε ευχαριστημένος για την απουσία της παπαδιάς και κάποια ευχαρίστηση φαινότανε ζωγραφισμένη στο στεγνό πρόσωπο του, που θάμενε μόνος με το φίλο του.

Εκείνος έκανε νόημα πως ναι, έπειτα σκέπασε το κεφάλι με το χράμι και εκεί κάτω του φαινόταν πως ήταν κιόλας νεκρός, αλλά, παρόλα αυτά, χαρούμενος για την καλή τύχη των κυράδων του. Και η Νοέμι σηκώθηκε νωρίς.

Με πολλά λοιπόν καλοπιάσματα και γλυκά λόγια μου επρότεινεν ο υποψήφιος να γείνω κομματάρχης του και αντιπρόσωπος στην κάλπη του, κ' έπειτα θα μου έκαμνεν ό,τι ήθελα. Θα με διώριζε σε καλή θέσι, εδώ ή στην Αθήνα, θα εγλύτωνε τον κουνιάδο μου που είχαν στη φυλακή για λαθρεμπόριο, θα έβαζε το γυιό μου υπότροφο και δε θυμούμαι πόσα άλλα, πού μ' έκαμναν να βλέπω στον ύπνο μου λαγούς με πετραχήλια.

ΡΩΜΑΙΟΣ Παραμάνα, να μου χαιρετήσης την Κυρίαν σου, και να της ειπής ότι διαμαρτύρομαι... ΠΑΡΑΜΑΝΑ Να καλή καρδιά! Και βέβαια θα της το ειπώ. Πανα- γία μου, πώς θα το χαρή! ΡΩΜΑΙΟΣ Και τι θα της ειπής, παραμάνα; δεν με ήκουσες ακόμη. ΠΑΡΑΜΑΝΑ Θα της ειπώ ότι διαμαρτύρεσαι· και αυτό είναι εκείνο οπού έπρεπε να κάμης.

Κατόπιν λοιπόν πάλι αφού εγώ και η καλή γυναίκα μου γεννήσαμε αυτόν τον γυιο, τρανό καυγά για τώνομά του αρχίσαμε. Στήσαμε για πολύν καιρό καυγάδες και βρισίδι, αλλά συμβιβασθήκαμε, και τέλος Φειδιππίδη τον βγάλαμε.

Έτσι ο Πολύφημος αυτός τον έρωτα περνούσε με τα γλυκά τραγούδια του· κ' ήταν πιο κερδισμένος παρά αν ζητούσε γιατρειά ξοδεύοντας χρυσάφι. ΑΙΣΧΙΝΗΣ Ώρα καλή, Θυώνιχε. ΘΥΩΝΙΧΟΣ Ώρα καλή σου, Αισχίνη. ΑΙΣΧΙΝΗΣ Είχες πολύν καιρό ναρθής. ΘΥΩΝΙΧΟΣ Πολύν καιρό; τι τρέχει; ΑΙΣΧΙΝΗΣ Δεν τα πηγαίνομε καλά. ΘΥΩΝΙΧΟΣ Λιπόσαρκο σε βρίσκω, και τα μαλλιά σου αχτένιστα και το μακρύ μουστάκι.

ΕΡΩΣ. Πώς δεν στρέφεις το βλέμμα να ίδης, στρατηγέ; ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Ουφ· όχι όχι. ΧΑΡΜΙΟΝ. Κυρία. ΕΙΡΑΣ. Κυρία, καλή μου αυτοκράτειρα! ΕΡΩΣ. Στρατηγέ, στρατηγέ. ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Ναι, φίλε μου, ναι. Εις Φιλίππους, αυτός έφερε το ξίφος εις την θήκην ως χορευτής, ενώ εγώ εκτύπων τον ισχνόν και ερρυτιδωμένον Κάσσιον.

Έλουσε τον Τηλέμαχον ωστόσο η Πολυκάστη καλή κόρ' υστερόγενη του Νέστορα Νηληάδη• 465 και άμα έλουσέ τον κ' έχρισεν εκείνη με το λάδι, και μ' εύμορφο τον ένδυσε φόρεμα και χιτώνα, απ' τον λουτρόν ωσάν θεός εβγαίνει και καθίζει, αυτού σιμάτον Νέστορα, ποιμένα των ανθρώπων.

Όχι δα και πως γιατρεύτηκε μια και καλή ο βαθυρρίζωτος πόνος της, μα σκάλιζε σκάλιζε μες στα πικραμμένα της φυλλοκάρδια, βρήκε κι έβγαλε αξετίμωτο βάλσαμο, την εγδίκηση, τη γυναικίσια την εγδίκηση, που τύφλα νάχη μπροστά της το πιο φαρμακωμένο χαντζάρι ή το πιο αλάθευτο βόλι.