United States or Wallis and Futuna ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τέτοια θάματα θέλουμε σε μια γενεά να τα δούμε. Να μας κατεβή το μεγαλείο κ' η δόξα από τον ουρανό σα βροχή. Ανυπομονησία ρωμαίικη, ίσως όχι δίχως το λόγο της, αφού την έχει την ιερή τη φωτιά η ρωμαίικη η ψυχή. Εμείς όμως, που δε μας φλέγει πια η πρεμούρα της νιότης, ας μην το ξεχνούμε πως μια και δυο γενεές είναι στο έθνος ό,τι μια και δυο &μέρες& στον άνθρωπο.

Όλο το τοπίο έχει μιαν ιερή όψη και ο Λυτρωτής σταματάει το πέταγμα επάνω στον πιο ψηλό βράχο, με το σταυρό να τινάζει τους μαύρους βραχίονές του στο χρυσαφένιο θόλο του ουρανού. Και ο Έφις γονατίζει αλλά δεν προσεύχεται, δεν μπορεί να προσευχηθεί, ξέχασε τα λόγια. Τα μάτια του όμως, τα χέρια του που τρέμουν, όλο του το σώμα που αναταράζεται από τον πυρετό, όλα είναι μία προσευχή.

Θενά δης μαρμαροτράχηλες παρθένες να κατεβαίνουνε στο Ναό της Αγάπης, και να καταθέτουν πολύτιμα στην Αφροδίτη ταξίματα, αγγελοκάμωτα παλικάρια στεφανωμένα νακολουθούν την ιερή συνοδία με λαχτάρα και περηφάνεια.

Η βαθογάλανη αυτή η αστροφεγγιά είναι μέρος της Αττικής, καθώς του Παρθενώνα της μέρος είναι η πανώρια προμετωπίδα του. Κοίταγέ τα ταστέριά της και μέτρα τα αν μπορείς. Και σαν τ' απομετρήσης, πρόσθεσε την ιερή τη σκόνη της γης της, και τότες έχεις τις μεγάλες, τις δοξασμένες ψυχές που φεγγοβόλησαν εδώ πέρα, — από ένα Θησέα, ως ένα Καραϊσκάκη. Πέσε τώρα και προσκύνησέ την αυτή τη σκόνη.

Όλους αυτούς και πάμπολλους άλλους, στην Ανατολή τους βρίσκουμε, κι από κει τους ακούμε και μαρτυρούν την Ελληνική τη νοστιμιά, την τέχνη, τη σοφία, που λες κ' έσβυσε το φως στην πηγή του, και ξανάναψε παρακείθε. Φως όμως δίχως την ιερή τη φωτιά, δίχως το κάτι εκείνο που από τους καιρούς του Τιμολέοντα δεν μας ξαναφάνηκε μήτε στην καθαυτό Ελλάδα μήτε στη Μικρασία.

Ο Αμαστριανός εκείνος παρεπονείτο διά πόνον του στομάχου, ο δε Αλέξανδρος του παρήγγειλε να τρώγη χοίρειον πόδα μαγειρευμένον με μολόχαν• Μάλβακα χοιρείον ιερή κυμήνευε σιπύδνω.

Εκείνος κρατώντας ορθό το κεφάλι συλλογιέται. — Ξέρω που τ' ολόρθο κυπαρίσσι μιας αυλής της Αθήνας καίγεται από δύσεις αιώνων κι' από εσπερινούς απλών ψυχών! Ξέρω που βράχοι χρυσοί μ' ένα μαύρο κατσίκι στα ύψη κατεβαίνουν σε χαρούμενες θάλασσες. Η ψυχή μου κρατεί το αρχαίο ερείπιο συλλογισμένο μέσα στην ιερή σιωπή της νύχτας. Στην ψυχή μου λαλούν τα τζιτζίκια της Αθήνας.

Κάτω στο χώμα πλαγιασμένα τα ζωντανά, βώδια και πρόβατα και άλογα μαζί, αισθάνονταν κάποια ιερή φρίκη να χαμοπετά επάνω τους, σύγκρυο ναρκωτικό να τα περιγλείφη κ' έμεναν άγρυπνα. Μα ούτε βέλασμα, ούτε χλιμίντρισμα, ούτε βούγεμα ηχολογούσεν εκεί. Η φάκνα μόνον έτριζε κάποτε, αλλά κ' εκείνη έμενεν ακατάλυτη, ξερομασημένη στο απρόθυμο στόμα τους.

Θυμήθηκα την ανησυχία, τα δάκρυα, τον σκοτισμό της διανοίας, την αδυμονίαν της καρδιάς, που είχα υποφέρει εις εκείνη την τρύπα. — Κανένα βήμα δεν έκαμνα, που να μην εγεννούσε μέσα μου την παρατήρηση. Ο προσκυνητής εις τους άγιους τόπους δεν απαντά τόσα μέρη θρησκευτικών αναμνήσεων, και η ψυχή του δύσκολα είναι τόσο γεμάτη από ιερή συγκίνηση. — Ακόμη έν από τα πολλά.

Όσο όμως και να κρατηθή άνθρωπος από το φόβο να μην πέση στης εθνικής φιλοτιμίας τα δίκτυα, δεν μπορεί και να μην το στοχαστή πως το στοιχείο που απ' όλα πιώτερο έθρεψε την ιερή εκείνη φλόγα είταν το στοιχείο το Ελληνικό. Ως κ' η γη που πρωτόλαμψε αυτή η φλόγα είταν ελληνισμένη γη, καθώς είδαμε.