United States or Libya ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πάψε, πάψε για όνομα Θεού! εφώναξε προς τον ιερέα, τραβών τα μαλλιά του εκ φρίκης. Και ητοιμάζετο να εξέλθη της οικίας. — Άκουσε, Δημήτρη· είπεν ο ιερεύς με ύφος συμπαθείας· να δώσης τα λεφτά και να φέρης να σου ρίξω κανένα σαραντάρι για την ψυχή. Ο Δημήτρης δεν ήκουε πλέον κ' εξήλθε της οικίας αλλοφρόνων.

Ο δε Ανδρέας, όστις εφαίνετο πλέον παντός άλλου ενδιαφερόμενος εις το αντικείμενον τούτο, ηρώτησε τον ιερέα του χωρίου, μετά του οποίου είχομεν συνδειπνήσει, εάν ήτο συνήθης η λύσσα εις το χωρίον.

Οι δε Τούρκοι εκάλεσαν ένα ιερέα να τους θάψη, ουχί εκ γενναιοψυχίας και σεβασμού προς τα ευγενή εκείνα θύματα, αλλά διά να λάβουν αφορμήν να υβρίσουν και την θρησκείαν αυτών. Καθ' ην ώραν λοιπόν ο ιερεύς ανεγίνωσκε τας ευχάς της εκκλησίας επί των νεκρών, οι Τουρκοκρήτες πλησιάζοντες τον εκολάφιζον, διότι τάχα δεν τάψαλλε καλά. Οι ολίγοι άνδρες αιχμάλωτοι ήσαν δεμένοι.

Θεός σχωρέσει! απήντησεν ο παπά-Κονόμος, Ο μπάρμπα Γιωργός κουρασμένος ως ήτο, ακκούμβησεν εις το στασιδάκι και λέγει προς τον ιερέα: — Νά, παπά-Κονόμε, εδωδά ήμουνα εγώ. Εκεί δα βλέπω την Κουκκίτσα και εβγαίνει από το Άη-Δήμα, με το λιβανιστερό στα χέρια. Εκέρωσα από τον φόβο μου, φορούσε ένα κάτασπρο στιχάρι σαν από τουλουπάνι, και ήταν σκεπασμένη μ' ένα μαγνάδι νυφιάτικο.

Αυτοί ωσάν ακούσουν πως πηγαίνεις να επισκεφθής εκείνο το είδωλον, από τόπον τόσον μακρυνόν, θέλουν πέσει εις τους πόδας σου, και θέλουν σού φέρει με σέβας έμπροσθεν εις τον Τογρούλμπεϊν βασιλέα, ο οποίος θέλει σε παρουσιάσει εις τον μέγαν ιερέα του ναού του Καισάγια.

Αλλ' όταν έφθασεν η στιγμή να το είπη εις τον ιερέα, εις την μνήμην του εύρε μόνον την αχλαδιάν ολίγον παρηλλαγμένην. Ο δε παπάς, εις τον οποίον επίσης ήτο γνωριμωτέρα η αχλαδιά, ήρχισε να επαναλαμβάνη εις τας ευχάς του το όνομα, όπως του το είπεν ο Μανώλης.

Ανέβηκε στο μπαλκόνι για να δώσει στον ιερέα ένα καλαθάκι με μπισκότα, δώρο από μια χωριάτισσα, και από εκεί πάνω είδε τον ντον Πρέντου, που είχε σταματήσει στη βρύση να ποτίσει το άλογό του, να πλησιάζει τον Τζατσίντο και την Γκριζέντα και να σκύβει να τους πει κάτι.

Ενθυμούμαι τότε τον Αμερικανόν ευεργέτην μου, ενθυμούμαι τον ιερέα της Ευαγγελιστρίας, ενθυμούμαι την Ψαριανήν γειτόνισσάν μου, ενθυμούμαι όσην καλοσύνην απήντησα επί γης. Οι άνθρωποι δεν μου ηρνήθησαν ποτέ την συμπάθειάν των, απ' εναντίας· αλλ' εγώ δεν την θέλω, ούτε ποτέ την εζήτησα.

Ο Κύριος ημών αντεμετώπισεν όλας τας μικροπρεπείς ερωτήσεις του διά του μεγαλείου της σιωπής. Προς τοιούτον άνθρωπον, ο λόγος θα ήτο βεβήλωσις. Τότε όλη η αγρία χυδαιότης του ανθρώπου εξήλθεν εις την επιφάνειαν άνω του επιχρίσματος της επιπολαίου μορφώσεως. Κατεγέλασαν τον Ιησούν, αυτός και οι νόθοι οι αυλικοί του, Τον κατεγέλασαν ως Ιερέα και ως Προφήτην.

Άκουσε ο Πανάγος αμέσως την προσταγή. Έκαμε τρεις φορές το σταυρό του, φίλησε το Βαγγέλιο, κατόπι το χέρι του Ιερέα, και τέλος γυρίζοντας κατά το Μιχάλη ανοίγει τα χέρια του και τον αγκαλιάζει και τονε φιλάει και τονε λούζει με τα δάκριά του, φωνάζοντας πως είνε αθώος, κι' ας το πιστέψουν όσοι πιστεύουνε Χριστό και Βαγγέλιο. Έμειναν οι δυο τους αγκαλιασμένοι και δακριοπερεχυμένοι κάμποση ώρα.