United States or Antigua and Barbuda ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησεν εκείνου• «Ευρύμαχ', η επιστροφή εχάθη του πατρός μου• ώστ' ούτε πλέον είδησι πιστεύω, αν κάπουθ' έλθη, ούτε μαντεύματα ψηφώ αν τύχη και η μητέρα 415 μάντιν καλείτο μέγαρο, κ' εκείνον ερωτάει. κ' είναι μου τούτος πατρικός ξένος από την Τάφο• Μέντης του φιλοπόλεμου καυχιέται τ' Αγχιάλου οτ' είν' υιός, και βασιληάς των ναυτικών Ταφίων».

Από πίσω 'μας πυκνή ακολουθία μ' άλλα τραγούδια ερχότανε, και όλοι απ' την καρδιά τους μας εμακάριζαν εμέ κ' εκείνην που εχάθη γιατί κ' οι δυο ευγενείς κι' από γενιά μεγάλη ενώναμε την τύχη μας. Τώρα ούτε τραγούδια, ούτε χαρές υμεναίου πια, μα στεναγμοί και θρήνοι. Και όχι άσπρα πέπλα. Πένθιμα στολίδια με προπέμπουν στο νυφικό δωμάτιον, που ερήμωσεν ο Χάρος.

ΑΝΗΡ Ώ Ποσειδών! μα έπαθες λοιπόν και συ τα ίδια; γιατί κ' εμένα μ' άφησε κρυφά το θηλυκό μου, κ' εχάθη με το φόρεμα το ίδιο το δικό μου. Κ' αν ην' αυτό δεν με λυπεί• αλλά και της δικές μου αρβύλες δεν της εύρηκα.

Ο Λυσικλής περιπλέων διάφορους παραλίας συνήθροιζε χρήματα, και προχωρήσας εις την Καρίαν διά της πεδιάδος του Μαιάνδρου, από της Μυούντος μέχρι του Σανδίου λόφου, προσεβλήθη υπό των Καρών και των Αναιιτών και εχάθη μαζί με το περισσότερον μέρος του στρατού του.

Μετ' ολίγα λεπτά της ώρας την ηύραν πνιγμένην μέσα εις μεθυστικόν ρευστόν του Διονύσου. Το πώς εχάθη ο πατήρ του ολίγους μήνας μετά τον δεύτερον γάμον, δεν έμαθε ποτέ ούτε αυτός ο Στάμος, ούτε αι θείαι του, ούτε παππάς, ούτε πνευματικός, ούτε κανείς άλλος εις τον τόπον.

Γιατί αν δεν επρόσταζεν ακόμη ο Φοίβος την πόλιν να εξαγνίσωμεν από το κρίμα, πάλι κακό θε νά ’τανε, αφού κ’ εχάθη μεσ’ στους ανθρώπους ο άριστος των Θηβαίων ο άναξ, ν’ αφήσωμε ανεκδίκητον τον σκοτωμό του.

Μ' άρπαξες απ' τα χέρια τα λευκά μου, και μ' έσυρες στο βάθος της σπηληάς, ενώ εγώ τη μάννα μου ζητούσα, και συ, θεός, επλάγιασες μαζύ μου ερωτικά και με χωρίς ντροπή. Η δύστυχη! σου γέννησα παιδί, που τ' άφησ' απ' της μάννας μου το φόβο εκεί, όπου εσμίχθηκα με σε. Αλλοίμονο μου! το φτωχό παιδί, που ήτανε δικό μου και δικό σου, τα όρνυα μού τ' αρπάξανε κ' εχάθη, και συ κιθάρες παίζεις, τραγουδείς!

Φάσμα πελώριου ενώπιον αυτής ανυψώθη και της αφήρεσε το έγχος, εστράφη δε προς εμέ και είπε: — Τούτο θα κατέχω εγώ. Είνε του κόσμου η κλεις, η ανοίγουσα και την εμπροσθίαν και την οπισθίαν θύραν. Θα ήνοιγεν αύτη την πρώτην· εγώ θ' ανοίξω την δευτέραν. Πύλην του κόσμου θ' αναπετάσω, αδιάφορον ποίαν και πώς. Και εχάθη και πάλιν ανεφάνη.

Την έσφιγξε εις την αγκαλιά της και με ένα φίλημα την έκαμε πάλιν κοριτσάκι. Το φοβερό ζώον ετρόμαξε τόσον, ώστε επέταξε μακρυά και εχάθη. Η Ανθούλα από την συγκίνησίν της εξύπνησε. Με προθυμίαν την ημέραν εκείνην η Ανθούλα επήγεν εις το σχολείον, η χαρά της ήτο μεγάλη, διότι ξαναεύρισκε εκεί τας συμμαθήτριας της.

Μαννού, κύτταξε εκείνο το καράβι! Διέκοψε την σιωπήν η νεάνις. Αλλ' η γραία, βυθισμένη εις τας φοβέρας της σκέψεις, δεν ήκουσε. Και η σκούνα εχάθη οπίσω από τα ερημόνησα του λιμένος. — Πάμε, παιδί μου, είπε τέλος η γραία, εγερθείσα και πλύνασα μίαν φοράν ακόμη το πρόσωπόν της, τα οποίον ήδη επανέκτησεν ολοτελώς πλέον την προτέραν του χροιάν.