Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 4 Μαΐου 2025


Τότε αυτοί εφώναξαν βλέποντάς με· ιδού, ω αυθέντη, εκείνος ο άνομος κλέπτης, ο οποίος λαμβάνει την τόλμην να παρουσιασθή εις την αυλήν σου· Μεγάλε κριτά, σε παρακαλούμεν να μας διαφεντεύσης. Εγώ τότε επλησίασα εις τον Κατή διά να ειπώ τα δίκαιά μου, μα μην έχοντας δώρα διά να του προσφέρω, δεν ηθέλησεν ούτε να με ακούση· αλλά επρόσταξε, και με εφυλάκωσαν.

Κ' επειδή ο Δημήτρης ίστατο ακίνητος, με την κεφαλήν κάτω νεύουσαν, ανατριχιάζων εις τους λόγους του κτηματίου, επλησίασεν ούτος, του αφήρεσε την αξίναν και την έρριψεν άνωθεν της τάφρου έξω, εις τον δρόμον. — Πήγαινε! είπε μετά θυμού. — Φύγε! εφώναξαν και οι εργάται εκ συμφώνου, τόρα μόλις μαθόντες ότι είχον μαζί των αφωρισμένον άνθρωπον.

Εσκεπτόμην απλώς περί τούτου, θα προέβαινα δε εις ωρισμένον τι διάβημα, αν παρουσιάζετο κατάλληλος ευκαιρία. Αίφνης ηκούσθη η φωνή του γέροντος Φ. — Παιδιά, είπε, θέλετε, πριν αποσυρθήτε, ν' ακούσετε μίαν άλλην ιστορίαν ανάλογον με την προηγηθείσαν; — Προθυμότατα, εφώναξαν όλοι μ' ένα στόμα. — Είνε όμως ολίγον τραγική αυτή! — Τόσω καλλίτερα, είπεν ο φιλόσοφός μας.

Όταν δέ ποτε ενεφανίσθη επί της σκηνής μικρόσωμος ορχηστής και παρίστα τον Έκτορα, πάντες συγχρόνως ανεφώνησαν• Συ είσαι ο Αστυάναξ, ο Έκτωρ δε που είνε; Άλλοτε, όταν κάποιος καθ' υπερβολήν υψηλός επεχείρησε να παραστήση διά της ορχήσεως τον Καπανέα προσβάλλοντα τα τείχη των Θηβών, Διασκέλισε, του εφώναξαν το τείχος, δεν έχεις ανάγκην από κλίμακα.

Μερικοί από τους συντρόφους μου εκατάλαβαν, ότι εκείνο δεν ήτο νησί, αλλά μία χελώνα θαλασσινή, και όταν αγροίκησε την φωτιάν ετινάχθη και βλέποντας που ήθελε να βυθισθή εις την θάλασσαν, έτρεξαν εις το καΐκι και εφώναξαν όσους είδον εκεί πλησίον.

Τότ' όλ' εκεί εφώναξαν οι Αχαιοί οι άλλοι, Τον ιερέα να 'ντραπούν, και να δεχθούν τα λύτρα. Όμως ο Αγαμέμνονας δεν τ' άρεσ', ο Ατρείδης· Αλλά κακά τον έδιωξε, και προσταγή φρικτή 'πε·

Εν τοσούτω πανταχόθεν τους υπεδέχοντο φιλικοί χαιρετισμοί. — Καλώς τα δέχτηκες! καλώς τα δέχτηκες! εφώναξαν προς τον πατέρα του άνδρες και γυναίκες. Απηύθηναν δε και προς αυτόν διάφορα φιλοφρονήματα: — Είντα κάνεις, Μανωλιό; Και, τουλόγουσου γίνηκες κοντζά ντελικανής! Πότε τώσυρες τοσονά μπόι;

Είναι παιδί του πατέρα του.... Ο αρχηγός του καρβανιού, ο Ρόβας, ακούοντας, ότι ήθελαν να ξυπνήσουν το παιδί για να κάμη την κρίση, και παίρνοντας το πράγμα γι' αστείο, τους είπε: — Τι λόγια, ωρέ, είν' αυτά που λέτε; Αφήστε το παιδί να κοιμηθή. Τι ξέρει αυτό; — Όχι! όχι! — εφώναξαν πολλοίπρέπει να ξυπνήσωμε το παιδί. Δύο τρεις άρχισαν να ξυπνούν το παιδί, που κομώνταν βαρυά.

Το ίδιο εφώναξαν εις την γλώσσαν τους και όλα τα πουλιά, και βλέποντας ότι έκλαιεν η Μηλιά ενώ την αποχαιρετούσαν, της έδωκαν την υπόσχεσι να την βλέπουν συχνά. Οι γάμοι έγειναν την επομένην εβδομάδα με περισσή μεγαλοπρέπεια και πομπή. Εις αυτούς ήσαν καλεσμένοι και οι θετοί γονιοί της Μηλιάς, ο γέρος και η γρηά, που τους έκαμνε να φαίνωνται δέκα χρόνια νεώτεροι η χαρά.

Εις άλλον παχύν και πολύσαρκον, ο οποίος επεχείρει να κάμη μεγάλα πηδήματα, εφώναξαν• Σε παρακαλούμεν μη μας χαλάσης την σκηνήν. Εξ εναντίας εις άλλον καθ' υπερβολήν ισχνόν εφώναξαν «Περαστικά», ως να ήτο άρρωστος.

Λέξη Της Ημέρας

βασιλικώτερα

Άλλοι Ψάχνουν