Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 23 Ιουνίου 2025


Ο ήλιος μόλις είχεν ανατείλει, διαλύων τους ανερχομένους από την θάλασσαν προς την πρασινίζουσαν ακτήν λευκούς ατμούς, τα ύδατα ήσαν ρηχά από τον ασθενή άνεμον, όστις εφύσα. Εφαίνετο την πρωίαν εκείνην, ότι και αυτός ο Βορράς ευρέθη εις διάθεσιν φιλοπαίγμονα, θωπεύων μαλακά την θάλασσαν.

Μετά δύο ημέρας, το δειλινόν του Σαββάτου, η γερόντισσα επανήλθε δρομαία. Είχε παύσει να χιονίζη, αλλά ψυχρός βορράς εφύσα επάνω εις τα χιονισμένα μέρη. Το χιόνι ήτον όπως έλεγαν, μισό μπόι στα βουνά, ένα γόνα κάτω στην χώραν. Αλλά κατ' ακρίβειαν, επάνω στα βουνά θα ήτον ως ένα γόνα, και ως μίαν σπιθαμήν κάτω.

Το εφύσα και δεν εκρύονε. Τον Μπάρμπα-δήμαρχον δεν τον έμελε τόσον. — Καρφί δεν σου καίγεται, καϋμένε! Εφώναζεν ενίοτε η Μιλάχρω. — Τι να σ' κάμω κ' εγώ; απήντα. Κλάρες είνε για να σ' κουβαλήσω; — Να τ' τάξης μέτρημα! — Τώρα θα πά 'να το κόψω απ' τον τοίχο! Και έφευγεν.

Όσω δριμύτερος εφύσα έξω ο βορράς, όσω πυκνοτέρα κατέπιπτεν η χιών, τόσω σφυγκτότερα ενηγκαλίζετο το όλβιον εκείνο ζεύγος, αποδεικνύον ούτω πόσω ηπατάτο ο Άγιος Αντώνιος, ισχυριζόμενος ότι το κρύον ψυχραίνει τον έρωτα, και οι αρχαίοι Έλληνες, οι παριστώντες τον χειμώνα ως γέροντα μισογύνην. Τοιαύτας διήγον οι γονείς της Ιωάννας χρυσάς ημέρας χλεροίσιν ιαινόμενοι μελέεσιν

Ο Ναζάριος έβλεπε μόνον ότι από μακράν τα φύλλα των δένδρων εσείοντο, αν και δεν εφύσα άνεμος, ως να εταράσσοντο υπό αοράτου χειρός, και ότι ανά την πεδιάδα εξετείνετο πάντοτε ευρυτέρα η λάμψις. Και εστράφη προς τον Απόστολον με έκπληξιν. — Ραββί! Τι έχεις λοιπόν; ηρώτησε με εναγώνιον φωνήν.

Άλλα έρριψαν άγκυραν από τα Λεχώνια, και περί την ακτήν του Κουρούπη, κι' ως τα νησιά του Καστριού, τα λευκά και πετρώδη πέραν, κι' άλλα, τα μικρότερα σκάφη, ωρμίσθησαν εις τον Άι-Σώστην, ακτήν, όπου ο τόπος ήτο ημερώτερος, εις το απάγγιο, όπου ήτο περισσοτέρα σκέπη και νηνεμία· δεν εφύσα μελτέμια τας ημέρας εκείνας, τέλη Ιουνίου· ήτο γαλήνη· αλλά και αν έπερνε μελτέμι εις την δυτικοβόρειον ακτήν εκείνην, δεν θα έπιανε και πολύ.

Και ο άνεμος, βορειοανατολικός, Γραίος, εφύσα δυνατά, με όλην την δύναμιν όπου μπορούσεν ο Γραίος να έχη και την οποίαν ο Πάπος ησθάνετο ότι δεν μπορούσεν αυτός να έχη ποτέ, μόλις δε το τρίτον ή το τέταρτον της δυνάμεως αυτής, επίστευεν, ότι μπορούσε να έχη. — Κάμε, Θε μου, έλεγεν ο Πάπος, να' ρθη ο πατέρας μου, και να μη με καταριέται που δεν επήγα μαζί του.

Ηγάπησα περιπαθώς την προσφιλή Ρωσσίδα, κι' εκείνην ο ανίκητος την παραπήρε έρως, μου έκρυβε την πιο καλή του φαγητού μερίδα, κι' επέτρεπε 'στο μαγειριό να μπαίνω ελευθέρως. Πόσαις φοραίς μ' ενέπνευσε η άσπρη της ποδιά, όταν αυτή τα κάρβουνα εις τη φουβού εφύσα! κι' ενώ μου κατεφλόγιζε ο έρως την καρδιά, ερέθιζε τη μύτη μου του μαγειριού η κνίσσα.

Θυμάσαι; . . . τότε η Ελλάς για πόλεμο ελύσσα, από παντού μας ήρχοντο τορπιλλοφόρα σκάφη, αέρας τη σημαία μας πολεμικός εφύσα, και θούρια η ποίησις δεν έπαυε να γράφη. 'Σ' όλων το χέρι άρματα, 'σ' όλων τη ράχη βάρος, κι' ήμουν κι' εγώ επίστρατος, κι' ήμουν κι' εγώ φαντάρος.

Και η Αφέντρα διηγείτο με ολίγας λέξεις, πώς η εκ του γαστροκνημίου ανδρός τη βοηθεία βάτου μαιευτήρος γεννηθείσα ηγαπήθη υπό του βασιλέως και είτα τη διαβολή της πενθεράς της εγκατελείφθη υπ' αυτού καταδικασθείσα να βόσκη χήνας. Στο δέντρο μ' ανέβασε, γρηά μ' εξεπλάνεσε. Και η Αφέντρα κύπτουσα εφύσα το πυρ, διακοπτομένη μόνον διά να είπη εις τα τέκνα της·

Λέξη Της Ημέρας

συγκατάνευσε

Άλλοι Ψάχνουν