Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 12 Ιουνίου 2025


Και στραφείσα αίφνης προς τας αναμενούσας γυναίκας λέγει οργίλως: — Τι κάθησάστε, θαπώ! Αι γυναίκες εξαφνισθείσαι κατετρόμαξαν ως εκ ραπίσματος, εξαφνικού. Ταυτοχρόνως ήλθε και κοράσιον μικρόν ξεμαλλιάρωτον με κάτι εμβάδας μεγάλας γυναικείας και ερωτά: — Θεια-Μιλάχρω, είπ' η μάννα μ', θα κουλλήσης άλλη φουρνιά, λέει; — Όχι, κορίτσι μ'! απήντησεν η Μιλάχρω.

Πάει να πη φαντάστηκε τον Έρωτα σκλάβο, μέσα στα σίδερα. Ναγωνίζεται, πάει να πη, να ξεφύγη απ' τη σκλαβιά του. Σαν εφιάλτης ήτανε εκείνο το α ν τ ά ν τ ε. Μα τον άγιο Θεό. Κ' ύστερα που σπάει τα σίδερα, εκείνο το α λ έ γ κ ρ ο το περίφημο ... ΦΛΕΡΗΣΌμως δεν πρόφτασε να τακούση ο ίδιος. Τώφερε η τέχνη του. Η ζωή δεν τώφερε. Ίσως δε θα το φέρη ποτέ στον κόσμο. Ποιος ξέρει, γιατρέ, καμμιάν ημέρα.

Ερώτα τους μελλονύμφους, αν θέλουν να παρθούν αμοιβαίως. Ο Παπάς έντρομος, έμεινεν αδρανής. — Άκουσες, Παπά; επανέλαβεν ο γραμματεύς του ναυάρχου. — Εγώ δι' αγιασμόν ήρθα, εψέλλισεν ο ιερεύς. Δεν ήξερα πως ήτον γάμος, να πάρω το Βαγγέλιο και το θυμιατό, να πάρω και το φελόνι μου. — Θυμιατό έχουμ' εδώ, είπεν ο Φαναριώτης. Κ' ένα τετραβάγγελο μού βρίσκεται.

Αυτά σου έγραψα μίαν στιγμήν που κατώρθωσα να διαφύγω την επίβλεψίν του. Ευτύχει και ενθυμού τον Κλεινίαν». ΔΡΟΣ. Πώς σου φαίνεται το γράμμα, Χελιδόνιον : ΧΕΛ. Βέβαια δεν είνε καθόλου ευχάριστον, αλλά το «ενθυμού τον Κλεινίαν» αφήνει κάποιαν ελπίδα. ΔΡΟΣ. Έτσι κι' εμένα μου 'φάνηκε. Αλλά πεθαίνω από έρωτα και τι να κάμω δεν ξέρω.

Του Έρωτα η φλόγα Είναι παντού χυμένη, Κι η φύση ερωτεμένη Τον έρωτα αντηχάει, Ω τρυφερώτατ’ Έρωτα Της φύσης όλης πάθος, Θνητός δεν έχει λάθος Εσέ να προσκυνή. Φιλόπονο Μελίσσι, Που σ' έκαμεν η φύση Το μέλι να τρυγάς, Το μέλι, που γυρεύεις, Μη κόπους εξοδεύεις Να πας ν' ανθολογάς.

Αλλ' εσκέφθη και να επωφεληθή την ενδοτικότητα του πατρός του και εζήτησε μίαν χάριν, ο δε Σαϊτονικολής εδέχθη ελπίζων ότι και τούτο θα συνετέλει διά να επαναφέρη τον αποστάτην εις την τάξιν. Η Μαργή, φαίνεται, εννοήσασα επί τέλους ότι ο Σμυρνιός δεν ήτο όσον τον υπέθετε διορατικός εις τον έρωτα, απεφάσισε να εξαγάγη από τα βάθη της καρδίας της το μυστικόν της.

ΑΣΤ. Τριάντα χρόνους τώρα κλειώ, το φετεινό το θέρος, μη γλέπεις τα άσπρα μου μαλιά και τα άσπρα μου τα γένεια, η πίκραις μου τ' ασπρίσανε· και των πολέμων γ' έννοια, μα γώ για την αγάπη σου κυρά μ' τα κολορίρω , με τζη βαμμίναις τρίχαις μου σα νιος σε φαβορίρω . ΚΑΝ. Δεν κάμω έρωτα; ποτέ μου κύρ λελέγκο.

Πλην ηκολούθησε συγχρόνως και η Μιλάχρω, ήτις προσπαθούσα να παρηγορήση τον άνδρα της, του οποίου ήρχισε να σέβηται την φιλοστοργίαν, αγρυπνούσαν όλην την νύκτα, δεν είχε κοιμηθή αν και καταπεπονημένη υπό της εργασίας και υπό του πένθους. — Τι είνε, Χρυσώ; Ερωτά ο Μπάρμπα-δήμαρχος. — Τι έπαθες; Κράζει ζωηρότερον η Μιλάχρω. — Φλουριά, μάννα! Κραυγάζει τότε συνελθούσα η παρθένος. — 'Νειρεύεσαι!

Πώς λοιπόν ειμπορεί να είνε θεός ο στερούμενος των αγαθών και των ωραίων; — Βέβαια, φαίνεται ότι δεν ημπορεί να είνε. — Βλέπεις λοιπόν ότι και συ δεν νομίζεις τον Έρωτα ως θεόν. — Τότε λοιπόν, είπα, τι ημπορεί να είνε ο Έρως; θνητός; — Καθόλου. — Αλλά τι λοιπόν; — Αυτό που είπαμεν προτύτερα, δηλαδή μεταξύ θνητού και αθανάτου. — Τι λοιπόν, ω Διοτίμα;

ΚΡΟΙΣ. Όχι πολύς. ΣΟΛ. Σας λείπει λοιπόν το καλλίτερον. ΚΡΟΙΣ. Πώς; είνε καλλίτερος ο σίδηρος από τον χρυσόν; ΣΟΛ. Αν μου απαντήσης χωρίς να θυμώνης, θα το εννοήσης. ΚΡΟΙΣ. Ερώτα, Σόλων. ΣΟΛ. Ποίοι είνε καλλίτεροι, εκείνοι οι οποίοι σώζουν άλλους ή οι σωζόμενοι παρ' εκείνων; ΚΡΟΙΣ. Βεβαίως οι σώζοντες.

Λέξη Της Ημέρας

στάθη

Άλλοι Ψάχνουν