Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 8 Μαΐου 2025
Πού άφησα τελευταία την διαταγήν μου δεν εξεύρω πλέον· τούτο όμως ηξεύρω, ότι ήσαν δύο ώραι μετά τα μεσάνυχτα όταν επλάγιασα, και ότι, αν ηδυνάμην να σου ομιλήσω αντί να σου γράψω, θα σε εκράτουν ίσως ως το πρωί. Τι έγινε κατά την εκ του χορού επάνοδόν μας, δεν διηγήθηκα ακόμη· και σήμερον όμως δεν έχω προς τούτο διάθεσιν. Ήτον η λαμπροτάτη ανατολή του ηλίου!
Από τους λόγους της μητρός μου ολίγα τότε εννόησα περί του έργου του πατρός του Σοφή. Έμαθα όμως, ότι ο Αλέξανδρος δεν είχε μητέρα, και τότε εξήγησα, διατί ήρχετο πολλάκις εις το σχολείον με το φόρεμά του σχισμένον ή χωρίς κομβία. Επήγα εις την κλίνην μου βαρύθυμος, και επλάγιασα σκεπτόμενος, πώς ήτο δυνατόν έν παιδίον να μην έχη μητέρα.
Αν σ' ερωτήση πού είμαι, ειπέ ότι είμαι άρρωστος και επλάγιασα. — Και με την ζωήν μου αν έχω να το πληρώσω, όπως μ' εφοβέρισαν, θα τον βοηθήσω τον γέροντα κύριόν μου, τον βασιλέα μου! Έχουν να γίνουν παράδοξα πράγματα, Εδμόνδε, πρόσεχε, σε παρακαλώ! ΕΔΜ. Αυτήν σου την ευγένειαν ο δούκας θα την μάθη αμέσως τώρα.
Στοχαζόμενος επάνω εις τούτα τα λόγια που μου είπεν ο γέρων, εβγήκα χωρίς να απεικάσω από την χώραν, και επήγα και εμβήκα εις ένα κοιμητήρι μεγάλον, αποφασισμένος να μείνω εκεί την νύκτα. Έφαγα το ψωμί με ολίγην όρεξιν, τον καιρόν που έπρεπε να την είχα μεγάλην· έπειτα επλάγιασα σιμά εις ένα τάφον με το κεφάλι ακουμπισμένον εις ένα σωρόν πέτρες.
Και όταν εφθάσαμεν εις το σπήτι η γραία μου έβαλε το άνωθεν βάλσαμον και μου έδεσε την πληγήν· έπειτα επλάγιασα εις το κρεββάτι με το μάγουλον δεμένον. Το βράδυ όταν ήλθεν ο άνδρας μου, βλέποντάς με έτσι με ερώτησε την αιτίαν· εγώ του εύρον διάφορες προφάσεις, διότι μου εφαίνετο απαίσιον να του ειπώ την αλήθειαν· αλλά δεν ηδυνήθην να τον καταπραΰνω με κανένα τρόπον· τόσον ωργίσθη εναντίον μου.
»το στρώμ' ακόμη το ζεστό του αντρός της και να φεύγη». Είπε' κ' εγώ ευκολόπιστη τον έπιασ' απ' το χέρι κι αγάλια τον επλάγιασα στο μαλακό μου στρώμα· κι άρχισαν να μαλάζωνται μαζί τα δυο κορμιά μας και τα ζεστά μας πρόσωπα ν' ανάβουν, να κορώνουν· κ' εψιθυρίζαμε γλυκά στόμα με στόμα οι δυο μας. Και να μη σ' τα πολυλογώ, Σελήνη αγαπημένη, τα πιο μεγάλα εκάναμε κ' ήρθαμ' οι δυο σε πόθο.
Η Ζεμπρούδα εμβαίνοντας πρώτη εις το κρεβάτι, ο Μουφάκ και η γυναίκα του και η σκλάβες τους ετραβήχθηκαν, και με άφησαν με αυτήν εις εκείνον τον χοντζερέ, εις τον οποίον αφού και ευχαρίστησα τον Ουρανόν διά εκείνο το ευτυχισμένον συναπάντημα, εγδύθηκα, και επλάγιασα σιμά εις το υποκείμενον που αγαπούσα περισσότερον από την ιδίαν μου ζωήν.
— Εξύπνησες 'ςτά χέρια μου... πού επλάγιασες για πες μου; — Θυμούμαι, μα σαν όνειρο. Μια μέρα εκυνηγούσα Με το μικρότερο αδερφό 'ςτής χώρας μας τα δάση. Το μεσημέρι επλάγιασα ς' ένα φτελιά από κάτου Κι' απ' τότες τώρα εξύπνησα 'ςτό κάστρο το δικό σου. Ποιος μ' έφερε; Πεντάμορφη, μην όνειρο είνε ακόμα;
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν