Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 31 Μαΐου 2025
— Δεν απέρασες από την Παναΐά, πρωτήτερα, που ηρχόσουν κάτω; — Όχι! — Ούτ' εγώ. Πάμε να ιδούμε; — Πάμε! Η Αφέντρα επερίμενεν εις τον νερόμυλον, ζαρωμένη παρά την εστίαν πλησίον των παιδίων της κοιμωμένων.
Άμα παρήλθεν η πρώτη εντύπωσις και ηδυνήθη να σκεφθή ψυχρότερα, μόνος εις το σπίτι του, το οποίον ήτο ήδη έτοιμον καθ' όλα και μόνον την νοικοκυράν επερίμενεν, ησθάνθη την ανακούφισιν του δούλου όστις αποκτά την ελευθερίαν του. Δεν είχε πλέον κανένα επάνω εις το κεφάλι του και ηδύνατο να ζήση όπως ήθελε και να πανδρευθή όταν και όπως ήθελεν.
Ευθύς η καρδία ανέλαβε πάλιν τον τακτικόν της παλμόν, τον ήσυχον, τον αδιάφορον και εις τα φρικωδέστερα γεγονότα, όπως έπρεπεν εις μίαν Σουλιωτοπούλαν και γυναίκα του Σπαθόγιαννου. Ως τοιαύτη δε ούτε να ερωτήση ηθέλησε, ούτε τι και πώς να μάθη, αλλά με κρυφόν θυμόν πλανώσα εις προσφιλές της όνειρον τον νουν, επερίμενεν.
Η κόρη έτρεξε προς την μητέρα και την ηρώτησε: «Τι να ζητήσω;» Τούτο ακριβώς επερίμενεν η Ηρωδιάς, και θα ηδύνατο να ζητήση εσθήτας ή πολυτίμους λίθους ή παλάτια ή ότι τοιαύτη γυνή αγαπά. Αλλ' ως πνεύμα οποίον το ιδικόν της η εκδίκησις ήτο γλυκυτέρα του πλούτου ή της υπερηφανίας.
Έν βράδυ, ενώ ο ήλιος εβασίλευεν εις όλην του την ωραιότητα, έν κοπάδι μεγάλων πτηνών κατέβηκεν από τον ουρανόν· ήσαν κάτασπρα με μεγάλους λαιμούς, τους οποίους εκινούσαν με πολλήν χάριν. Ήσαν κύκνοι. Εφώναζαν μίαν περίεργην φωνήν, ήπλωναν τα λαμπρά κάτασπρα πτερά των, και ητοιμάζοντο να φύγουν από τα ψυχρά κλίματα εις άλλους ωραίους τόπους, όπου τους επερίμενεν ο ήλιος πάλιν.
Μόνον ο Ιωακείμ ο Βαβυλώνιος ημπορεί να την ανοίξη. — Φωνάξετε τον Βαβυλώνιον. Τον επερίμενεν. Ο πατήρ του είχεν έλθη από τας όχθας του Ευφράτου να προσφέρη τον εαυτόν του εις τον μέγαν Ηρώδην με πεντακοσίους ιππείς προς υπεράσπισιν των ανατολικών συνόρων. Μετά τον διαμελισμόν του κράτους ο Ιωακείμ έμεινεν με τον Φίλιππον και τώρα ευρίσκετο εις την υπηρεσίαν του Αντίπα.
Εκείνος μου παρήγγειλε να τον σκεπάσω διά να μη τον ιδής. — Καλά, είπεν ο ιερεύς σοβαρώς. Μη έλθης μέσα, εάν δεν σε κράξω. Και εισήλθεν εντός της καλύβης. Ο Γεροθανάσης εκάθισεν επί της πέτρας παρά την είσοδον και επερίμενεν. Έμεινεν επί ώραν πολλήν καθήμενος εκεί. Ηπόρει πώς ο ιερεύς ούτε φαίνεται ούτε ακούεται.
Έχει αγρυπνία ο παπά-Φραγκούλης, κ' είνε κόσμος εκεί. Αν μπορούσα κ' εγώ θα έμενα. Μα δεν είχα την άδεια απ' τον Κουμπή. Μεγάλη βάρκα, με έξ κουπιά, επερίμενεν εις την ρίζαν του θαλασσοκτισμένου Κάστρου, δίπλα εις ένα χαμηλόν και τριμμένον πατημένον βράχον, σχηματίζοντα φυσικήν αποβάθραν.
Δείξον ημίν τον Πατέρα; τι επερίμενεν άρα ο Φίλιππος; επιφάνειάν τινα εν γνόφω και θυέλλη και εν συσπεισμώ; αποτυφλούσαν τινα λάμψιν εξ ουρανού; δεν είχε μάθη ακόμη ότι ο Αόρατος δεν δύναται να οραθή εις θνητούς οφθαλμούς; ότι το πεπερασμένον δεν δύναται να φθάση εις την θέαν του Απείρου; ότι διά να γείνη ορατός ο Θεός έπρεπε να ευδοκήση να συγκαταβή όπως λάβη σάρκα ανθρωπίνην, να οφθή επί της γης και τους ανθρώπους να συναναστραφή, καθώς προκατήγγειλεν ο Προφήτης; Και δεν είχε κατανοήσει ότι από τριών ετών ήδη συμπεριεπάτει μετά του Θεού; ότι ούτε αυτός ούτε κανείς άλλος θνητός άνθρωπος θα εγνώριζέ ποτε πλειότερα περί του Θεού, εν τω κόσμω τούτω ειμή όσα θ’ απεκάλυπτε περί Αυτού ο Μονογενής Υιός ο ων εις τον κόλπον του Πατρός;
Επί τινας στιγμάς παρετήρει εν σιωπή τον Κ. Πλατέαν, όστις ήρχισε ν' ανυπομονή. — Κύριε καθηγητά, είπεν επί τέλους. Ομολογώ ότι η πρότασις μου έρχεται ολίγον απροσδοκήτως και κατά τρόπον ασυνήθη. Δεν νομίζετε ότι τα παλαιά και πατροπαράδοτα έθιμα έχουν το καλόν των, και ότι τοιούτου είδους υποθέσεις συζητούνται καλλίτερα διά τρίτων; Τούτο ο Κ. Πλατέας δεν το επερίμενεν.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν