Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 22 Ιουνίου 2025
Είτα το βλέμμα της αποσπώμενον εστρέφετο προς έν ανατολικόν σημείον του ορίζοντος, εις τα πέρα βουνά, μέχρι της εσπέρας εκείνης, καθ' ην, άμα τη ανατολή της σελήνης, απόντος του συζύγου, είδεν ιστάμενον παρά τον αιγιαλόν τον νεανίσκον, όστις είχεν εξέλθει μετά το δείπνον διά να αναπνεύση την θαλασσίαν αύραν.
Ο Πλήθων εκάθητο επί βράχου, και όλος έκδοτος εις τους λογισμούς του, διηύθυνε το βλέμμα εις την μακράν και κατάντη οδόν, όπου εξικνείτο, και δεν έβλεπε την σκυθρωπότητα εκείνην της φύσεως. Η Αϊμά είχεν εξέλθει εκ του σπηλαίου, και έβλεπε μετά φόβου τον μολύβδινον εκείνον ουρανόν, επεθύμει δ' εν τη αφελεία της να ερωτήση τον φιλόσοφον τι εσήμαινε το φαινόμενον εκείνο.
Κάποιος παρεπίδημων απόστρατος, αγαπών τ' οψάρευμα, είχεν εξέλθει προς άγραν, ομού με δύο εξ επαγγέλματος αλιείς. Η Φραγκογιαννού, μόνον είδεν ότι ήτο «ταχτικός», και γαλασμένη εκρύβη βαθύτερα όπισθεν του βράχου. Την νύκτα απεκοιμήθη εις την κρύπτην της, μέσα εις την υγράν άλμην της Σπηλιάς. Βόμβοι εθορύβουν εις τα ώτα της. Το κύμα υπό τους πόδας της ερρόχθει, με παρατεταμένους ωρυγμούς λύσσης.
Ζαλισμένος από την πτώσιν, ήρχισε, με όσην είχεν ακόμη δύναμιν, να φωνάζη: «Πού είσαστε; πού είσαστε;» και την φωνήν ταύτην είχεν ακούσει ο πρώτος βοσκός, όστις είχεν εξέλθει προς στιγμήν του ναού διά να ίδη πώς είχον αι αίγες του.
Μόλις είχεν εξέλθει ούτος, κ' επαρουσιάσθη ο Λάμπρος ο Βατούλας. Εκάλεσε και ούτος τον μπάρμπα-Γιώργην τον Απίκραντον και τον Δημήτρην τον Ζάβαλον, και ήρχισε να τους ομιλή. Αλλά μετά πολλάς προσπαθείας απήλθεν άπρακτος. Ο μπαρμπα-Γιώργης επανελθών προς τους ιδικούς του, ανεκοίνωσεν αυτοίς τας προτάσεις αμφοτέρων των ψηφοκαπήλων.
Ο Γιάννος είχεν εξέλθει και τόρα νικητής εκ της πάλης, η αθωότης του είχε θριαμβεύσει αλλ' έκυπτε την κεφαλήν περίλυπος εις το στήθος. Εις το πρόσωπον εκείνης, την οποίαν αυτός εθεώρει μητέρα κ' εγνώρισεν ως μητέρα, έβλεπε την εξαχρείωσιν και την αληθινήν του κόσμου κατάστασιν.
Επειδή δε δεν υπάρχει κανέν κενόν πέριξ, τον μεν πλησίον αέρα απωθεί, ούτος δε, επειδή είναι βα- ρύς ωθούμενος και διαχεόμενος πέριξ της μάζης της γης, θλί- βει αυτήν σφοδρώς και την σπρώχνει εις τους τόπους, οπόθεν εί- χεν εξέλθει ο νεωστί σχηματισθείς αήρ.
Διότι τι άλλο θα τη έλεγεν, ειμή όσας είχεν υπονοίας, ότι ο πελάτης εκείνος είχε σκοπούς δι' αυτήν; Είχε τούτο τι το επίψογον; Εσπέραν τινά η Αϊμά, ως συνήθως, ήτο εν τω κήπω. Ο Μάχτος είχε κυριευθή υπό πρωτοφανούς οκνηρίας και δεν ηδύνατο να εργασθή. Είχεν εξέλθει της καλύβης, και στηριχθείς επί του τοίχου έμενε σύννους. Από καιρού εις καιρόν έρριπτε βλέμματα προς τον κήπον.
Αϊμά, αγαπητή μου Αϊμά! φύγωμεν! φύγωμεν!» Και η ώρα εκείνη αν ήτο στιγμή φόβου και αγωνίας, αν ήτο στιγμή συντελείας και φρίκης, αλλ' ήτο αιών ευδαιμονίας. «Φύγωμεν, Αϊμά, αγαπητή μου Αϊμά, φύγωμεν! φύγωμεν!» Η σκηνή αύτη δεν διήρκεσεν εν τούτοις πλέον στιγμών τινων. Ο Θευδάς, όστις είχεν εξέλθει έντρομος εκ του σπηλαίου, απεμακρύνθη δέκα βήματα, και στραφείς έβλεπεν εις την θύραν.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν