United States or Saudi Arabia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και ως είχε στήσει αντίκρυ των το υπέρλαμπρο θρονί της, η Πηνελόπ' η φρόνιμη του Ικαρίου κόρη, όλ' άκουεν, όσ' έλεγαν οι άνδρες εις το δώμα, ενώ με γέλια, με χαραίς, εκάθιζαντο γεύμα, 390 το πρόσχαρο, το ευφραντικόν, ότ' είχαν πολλά σφάξει· αλλ' άλλος δείπνος άχαρος δεν γίνετ' ως ο δείπνος, 'πώμελλαν γλήγορα η θεά και ο άνδρας ο γενναίος να τους προσφέρουν, ότι αυτοί τον αδικήσαν πρώτοι.

Αφ' ού ήθελαν ευχηθή αυτά, καθείς από αυτούς διά τον εαυτόν του και διά τους απογόνους του, έπινε και αφιέρωνε την κούπαν εις τον ναόν του θεού, και έπειτα κατεγίνετο εις το φαγητόν και τας άλλας αναγκαίας διατυπώσεις· όταν δε ήθελε σκοτεινιάση και η φωτιά ολόγυρα εις τα θύματα ήθελε σβυσθή, όλοι τους, αφ' ού ήθελαν φορέση μίαν στολήν γαλάζιαν ωραιοτάτην, εκάθιζαν πλησίον εις τα καυμένα απομεινάρια της θυσίας του όρκου, την νύκτα, αφ' ού ήθελαν σβύση παντού μέσα εις τον ναόν κάθε φωτιάν, εδικάζοντο και εδίκαζον, αν κανείς από αυτούς είχε κατηγορίαν εναντίον άλλου ότι παρέβη τον νόμον.

Όταν εχάθη μακρυά εις το δάσος ο κυνηγός και έπαυσε ν' ακούεται η φωνή του σκύλου, εβγήκαν από την κρύφτη τους τα πουλιά και δεν ήξευραν τι να κάμουν για να δείξουν την ευγνωμοσύνη τους εις την Μηλιά. Εκάθιζαν επάνω εις τον ώμο της, εκελαϊδούσαν εις τ' αυτί της ευχαριστώ, την αέριζαν με τα πτερά των και της εφιλοτσιμπούσαν τα χέρια, τα χείλια, τα μάγουλα και το λαιμό της.

Εβγήκεν ο Τηλέμαχος, και το κοντάρι εκράτει, και σκύλοι δυο γοργόποδες κατόπι ακολουθούσαν. αυτόν με χάρι αμίλητην περιέχυνεν η Αθήνη, και, ως προχωρούσ', εθαύμαζαν αυτόν όλα τα πλήθη. γύρω του συναθροίζονταν οι ανδρικοί μνηστήρες• 65 ωραία λέγαν, αλλ' ο νους ολέθρια μελετούσε, αλλά μέσ' απ' το πλήθος τους εσύρθη αυτός κ' επήγετο μέρος, όπου εκάθιζαν οι πατρικοί του φίλοι, ο Μέντορας, ο Άντιφος, και αντάμ' ο Αλιθέρσης• κ' επήρε θέσι• και όλ' αυτοί να μάθουν τον ερώταν. 70 και ο Πείραιος ο κονταριστής τον ξένον ωδηγούσετην αγορά, διαβαίνοντας την πόλι, κ' ήλθ' εμπρός του• ουδ' άργησε ο Τηλέμαχος τον ξένον ν' απαντήση. και πρώτος τότε ο Πείραιος προσφώνησεν εκείνον• «'Στο σπίτι μου, ω Τηλέμαχε, προβόδα ευθύς ταις δούλαις, 75 να σου αποστείλ' ογλήγορα τα δώρα του Ατρείδη».

Είπε και εις όλους άρεσεν ο λόγος του Αμφινόμου. εκείθεν προς τα δώματα κίνησαν του Οδυσσέα, και ότ' έφθασαν εκάθιζαντα στιλβωτά θρονία.

Άμοιρες, άθλιες παρθένες, που στο τραπέζι εκάθιζαν μαζί μου πάντα κι όποια τροφήν έγγιζα εγώ πιάναν κι εκείνες, σ’ αυτές προστάτης να γενής, παρακαλώ σε, κι άφησε στην αγκάλη μου θερμά να σφίξω, μαζί μ’ αυτές τα δεινά μου, δεινά να κλάψω.

Και όχι μόνον αυτός αλλά κ' οι άλλοι γέροντες του νησιού, οι απόμαχοι των αρμένων τόρα και οι νεώτεροι, που είχαν νωπούς ακόμη τους κάλους στα χέρια, όταν εκάθιζαν στον καφενέ να ρουφήξουν τον ναργιλέ τους εκινούσαν μελαγχολικά το κεφάλι και στενάζοντας έλεγαν· — Η θάλασσα δεν έχει πια ψωμί. Ας είχα ένα κλήμα στη στεριά και μαύρη πέτρα να ρίξω πίσω μου.