Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 9 Μαΐου 2025


Η χρεία μας μαθαίνει να πέσουμε με παράξενη συντροφιά. — Κουκουλώνομ' εδώ, όσο να ξεθυμάν' η αντάρα. Μπαίνει ο ΣΤΕΦΑΝΟΣ τραγουδώντας και βαστώντας ένα φλασκί. ΣΤΕΦΑΝ. Εγλύτωσα τη θάλασσα, θα τελειώσω στη στερηά. Αυτός είν' ένας άσχημος σκοπός, για ξόδι. Καλά, ιδού η παρηγοριά μου. Ο ναύκληρος, ο δούλος του, Μ' εμέ και μ' άλλους δυο, Την Χρυσαυγή αγαπούσαμε, Την Φρόσω, την Μαριώ.

Είναι αδύνατον, μου απεκρίθη εκείνη, να έβγης πλέον ταύτην την νύκτα, διότι όλες οι πόρτες είναι κλεισμένες μα πρέπει να ευχαριστήσης την τύχην σου, ότι χωρίς ετούτο δεν με ήθελες συναπαντήσει. Ω πόσον είμαι δυστυχής, εφώναξα, εγλύτωσα από τόσους κινδύνους, και πάλιν εμετάπεσα εις ένα χειρότερον, που μέλλω να χάσω την ζωήν μου χωρίς άλλο.

Όταν απεμακρύνθη αρκετά από της ξηράς, ανωρθώθη περίτρομος ακόμη και ήρχισε να ψηλαφά τα μέλη του. — Ω! διάβολε! &άλτρος κάβος κονταρέμους.& Και προσέθηκεν·Ως τόσο, καλά που την εγλύτωσα. Πώς θα χαρή η καϋμένη η γρηά. Είτε φαντασιώδης ήτο ο κίνδυνος, είτε πραγματικός, του μπάρμπ’- Αλέξη του εφάνη ότι «εξαναγεννήθη». Εν τούτοις δεν ήτο απίθανον να ήσαν και λησταί οι δύο εκείνοι άνθρωποι.

Εις τούτο το θέαμα έμεινα νεκρός από τον φόβον μου. Αλλοί εις εμέ, είπα εις τον εαυτόν μου· τι το όφελος που εγλύτωσα από την θάλασσαν, και από τον κορκόδειλον και ήλθα διά να γένω φαγητόν ετούτου του δράκοντος; και αντίς να πλησιάσω εις την τέντα, έφυγα και εκρύφθηκα εις κάποια δενδράκια, από τα οποία εβάλθηκα να θεωρήσω τον άνθρωπον και τον δράκοντα.

Αφού έτσι εγλύτωσα εις το νησί έπεσα επάνω εις την άμμον, ωσάν νεκρός ακίνητος και επέρασα όλην την νύκτα εις το περιγιάλι, μέρος κοιμώμενος και μέρος στοχαζόμενος τας νέας μου δυστυχίας που έμελλον να υποφέρω, μην ηξεύροντας ακόμη τι τέλος έχω να λάβω όντας έρημος, γυμνός και εστερημένος από όλα, εις βαθμόν που εστοχαζόμουν εναντίον εις την ζωήν μου, ήγουν να γένω φονεύς του εαυτού μου, διά να ελευθερωθώ από τας τοσαύτας δυστυχίας, που συνεχώς με εκαταδίωκον.

Ημείς με το να μην είμεθα ακόμη εβγαλμένοι εις την γην, επέσαμεν ευθύς εις το νερόν εις τον ίδιον καιρόν το θηρίον ανοίγοντας το στόμα του εκατάπιε τον σύντροφόν μου· και εγώ εις αυτό το αναμεταξύ που έτρωγε τον σύντροφόν μου, έπιασα την γην πλέοντας, και ούτως εγλύτωσα από τον κίνδυνον του θηρίου.

Κανείς δεν το ξαίρει ακόμα αυτό το δυστύχημα· βρέθηκα μονάχη μου εδώ μέσα. Έπεσε απάνω στα χέρια μου. Να, κοιτάχτε τον πώς είνε ξαπλωμένος μακρύς πλατύς στην πολυθρόνα. ΜΠΕΛΙΝΑ Δόξα σοι ο Θεός! Εγλύτωσα πεια απ' αυτό το βάρος. Τι βλάκας που είσαι, Τουανέττα, να λυπάσαι έτσι για ένα τέτοιο θάνατο! ΤΟΥΑΝΕΤΤΑ Ενόμιζα, κυρία μου, πως έπρεπε να κλαίω. ΜΠΕΛΙΝΑ Πάψε, πάψε, δεν αξίζει τον κόπο.

Αυτωνών εδιηγήθηκα την επιβουλήν που μου έγινε, και τον κίνδυνον που επέρασα, και τους εφάνη τόσον αυτωνών, ωσάν και εμένα, πως εστάθη θαύμα που εγλύτωσα.

Το πώς εγλύτωσα είνε θαύμα. — Άγιε Νικόλαε! ως εξ ενός στόματος έκραξαν όλοι οι συνηγμένοι εκεί, αποκαλύψαντες ανεπαισθήτως τας κεφαλάς των και σταυροκοπηθέντες· και απήλθον εν χαρά εις την αγρυπνίαν, ενώ ο απέναντι οίκος της γρηάς το Μορφάκι, ελαμποκοπούσεν από τα φώτα.

Οι χωριάτες, που είχον έλθη ύστερ' απ' αυτούς, μανθάνοντάς την αδικίαν που μου έγινεν, έτρεξαν εις τον Κατή και τον εβεβαίωσαν δι' εμένα ότι αληθώς εγλύτωσα από την θάλασσαν, και ότι εις τον δρόμον τους εδιηγήθηκα ότι οι σύντροφοί μου με έρριξαν εις την θάλασσαν, και μου επήραν όλον μου το έχειν, και η ζήτησίς μου είναι αληθινή και χωρίς δόλον.

Λέξη Της Ημέρας

ταίριαζαν·

Άλλοι Ψάχνουν