Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 9 Μαΐου 2025
Της ήλθε τότε η παράξενος ιδέα να φωνάξη οπίσω τον σύζυγόν της, να τον κρατήση, να μη τον αφήση να υπάγη. Αλλ' η τόλμη της έλειπεν και θάρρος αρκετόν δεν είχεν αποκτήσει. Είξευρεν ότι εκείνος θα την εσκώπτεν ίσως και ποτέ δεν θα επείθετο. Μόνον όταν απεμακρύνθη η βάρκα, της ήλθον εις την μνήμην άλλαι τινές περιστάσεις και οι φόβοι της κατέστησαν τυραννικοί.
Όσον διά τον Πρωτόγυφτον, ούτος δεν εκινείτο, και ίσως θα είξευρεν ότι δεν ηδύνατο ν' ανοιχθή η θύρα. Η Αϊμά στραφείσα, εύρε κατάραν τινά να εκφράση, και τω είπε· — Δαίμονα! μ' επρόδωσες. — Εγώ; είπεν ο Γύφτος. — Εσύ. — Γιατί; — Η πόρτα δεν ανοίγει. — Και τι φταίω εγώ; . . — Μου είχες υποσχεθή . . ., ήρχισε να λέγη η Αϊμά, και ο λόγος της εκόπη.
— Ποιος μπάρμπα-Γιώργης; — Ο Γιώργης τ' Παναϊώτ'. Ως κεραυνός έπεσε το όνομα τούτο εις την ακοήν του Γιάννη του Κούτρη. — Ο Γιώργης τ' Παναϊώτ'! επανέλαβε μηχανικώς, κ' εξηκολούθησεν, ερωτών την θυγατέρα του, ως εάν είξευρεν αύτη. — Τι δεν κάμανε Ανάστασ' στουν Άι-Χαράλαμπον;
— Δεν ειξεύρω, απήντησεν αδιστάκτως η Γύφτισσα. Βεβαίως δε, αν ηδύνατο να σκεφθή, ήθελε μετανοήσει διότι έσπευσε ν' απαντήση ούτω. Η απάντησις αύτη έκαμε την Αϊμάν να πεισθή περί όσων αμφέβαλλε. Δεν είξευρεν αν η κόρη της ήτο βαπτισμένη. Δεν ήτο άρα η μήτηρ της. Περί τούτου εσκέπτετο καθ' εκάστην η Αϊμά.
Αλλά, διά τα δύο παιδία, θα επανήρχετο πάλιν η χαρά εκείνη, θ' ανέτελλεν εκ νέου γλυκεία η παιδική Πασχαλιά; Διά τον Ευαγγελινόν ίσως, διά την Μόρφω ποτέ. Αύτη ησθάνετο την απουσίαν της μητρός της και είξευρεν ότι δεν έμελλε να την επανίδη πλέον επί της γης. Γλυκεία Πασχαλιά! η μήτηρ της χαράς! Γλυκεία μήτηρ! της Πασχαλιάς η ενσάρκωσις!
Ήτο την πρωίαν του Αγίου Νικολάου, και οι δύο φίλοι, ως είπομεν, ήσαν μαλλωμένοι. Ο Πέτρος είξευρεν ότι, αφού τα είχε χαλασμένα με τον Αποστόλην, ούτος θα έκαμνε τας επισκέψεις μόνος του, αυτός δε, ξυπόλητος όπως ήτον και απεριποίητος, «αζήλευτος», δυσκόλως θα ετόλμα να εισέλθη εις τας οικίας, και δεν θ' απήλαυε πολλά κεράσματα, ούτε θα έπινεν αρκετά ποτά χωρίς να πληρώση.
Έλεγε το &Πάτερ ημών&, το &Θεοτόκε Παρθένε&, και δύο ακόμη προσευχάς, όσας είξευρεν. Ο άνεμος, ο σφοδρός άνεμος του μεγάλου κενού και του πελάγους, εφύσα μετά βοής εις τα ώτα του. Ανέπνεε δυνατά, ήσθμαινε και η καρδία του έπαλλεν, έπαλλε σφοδρώς. Τέλος, εφάνη το σχοινίον. Ο Στάθης το έδραξε πεταχτά, εδέθη σπασμωδικώς, εσφίχθη. Εξέχασε να σείση το σχοινίον, διά να δώση σημείον εις τους άνδρας.
Δεν είξευρεν αν έπρεπε ν' απαντήση &ναι ή όχι&. Αλλ' ο φιλόσοφος απεκόμισεν ήδη το συμπέρασμά του εκ της συνδιαλέξεως ταύτης, ήτις διεξήχθη μάλλον σιωπηλώς εκ μέρους της Αϊμάς, ότι δεν ηγάπα η νέα τον Μάχτον. Τω επήλθε δε τότε η ιδέα να τη είπη, ότι δεν την εβίαζε, και ήτο ελευθέρα να νυμφευθή τον Μάχτον ή άλλον τινά. Αλλ' ενταύθα τον εγκατέλιπε το θάρρος του. Αόρατον πρόσκομμα έκειτο εμποδών.
Αλλά πριν το ανακαλύψη αύτη, όλη η γειτονιά, ως εικός, το είξευρεν ίσως και προτού να συμβή το πράγμα. Μόνον ο κυρ-Αναγνώστης ευρίσκετο εν αγνοία. «Ο κόσμος», όπως είπε τότε η πονηρή Κοκκίτσα, μία γειτόνισσα «τώχε τούμπανο, κι' αυτός κρυφό καμάρι».
Ήτο γνωστόν μόνον ότι η εν λόγω νέα είχεν έλθει διά νυκτός, αλλ' ουδεμία των μοναχών είξευρεν ούτε τις την έφερεν ούτε διατί ήλθε. Περιέμενον την επιούσαν και την μεθεπομένην, ελπίζουσαι να την ίδωσιν εξερχομένην του κελλίου, όπου είχε κλεισθή τη διαταγή της ηγουμένης. Αλλ' η προσδοκία αύτη υπήρξε ματαία. Ουδεμία των καλογραιών ηξιώθη να ίδη το πρόσωπόν της.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν