United States or Christmas Island ? Vote for the TOP Country of the Week !


Όπως και ο γέρο-Μαμούκος, ας έχη ζωή, πού μας έβγαλε και κάλπη για να γείνη δήμαρχος. Τακούς; Εφαίνετο ν' απευθύνεται κατά προτίμησιν εις τον Νικολόν. — Τ' ακούω, και θαρρώ πως έχεις δίκηο, μπάρμπα Τριαντάφυλλε.

ΑΡΓΓΑΝ Α! ναι· έχεις δίκηο. ΤΟΥΑΝΕΤΤΑ Μην παύσετε να φροντίζετε, παρακαλώ, για τα συμφέροντα της ανηψιάς σας. ΒΕΡΑΛΔΟΣ Θα κάνω το παν για ν' αποκτήση ό,τι επιθυμεί. ΤΟΥΑΝΕΤΤΑ Πρέπει με κάθε τρόπο να εμποδίσετε αυτό τον εξωφρενικό γάμο που του μπήκε στο κεφάλι του.

ΧΟΡΟΣ Πολλές για τους θνητούς η συμφορές, κ' έχουνε μόνο στη μορφή διαφορά• μόλις μπορεί ο άνθρωπος να ειπή πως έγιν' ευτυχής για μια φορά! ΚΡΕΟΥΣΑ Φοίβε! κ' εκεί όπως κ' εδώ το δίκηο δεν το δίνεις για τη γυναίκα που μιλώ. . . Κ' εδώ δεν είνε τώρα!

— Ω! . . . τι αμαρτίες! . . . έχεις δίκηο, χριστιανή μου! Αχ! . . . και τι ήτον αυτό! . . . Κ' εγώ ήμουν κάτω στο χωράφι, κ' έβγαζα τα χορτάρια . . . και δεν μπορούσα να ησυχάσω, το έρμο! . . . Ένα σαράκι μ' έτρωγε! . . . Και δεν εσυλλογίστηκα πως η στέρνα ήτον γεμάτη.

ΝΕΑΝΙΣ Τώρα θα σ' ταποδείξω κ' εγώ, κ' εκείνος γρήγορα. Πηγαίνω να τανοίξω. Α' ΓΡΑΥΣ Τρέχω κ' εγώ• αυτός θαρθή μ' εμένα δίχως άλλο, να μάθης πως το δίκηο μου είνε το πειό μεγάλο. Εις το χωρίον τούτο, σκοτεινόν και ασαφές, διαφωνούσιν οι σχολιασταί, αποδίδοντες εις την Νεανίδα τους στίχους τούτους.

ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ Δίκηο έχεις, ναι• αλλ' όμως τούτο εγινόταν πρώτα, πούταν ο παληός ο νόμος• αλλά τώρα που για όλους η ζωή θάνε κοινή, τι και αν δεν καταθέση; ΒΛΕΠΥΡΟΣ Δεν μου λες: και αν φανή μια μικρούλα, και θελήση ένας να την γαργαλίση, και να κοιμηθή μαζύ της για μια νύχτα λόγου χάρι, από το κοινό ταμείο να της δώση δεν θα πάρη;

Και έχεις δίκηο! Αλλ' άκουσε. Απουσίαζα εις το εσωτερικόν της Ανατολής, μέσα εις ένα κάλλος φύσεως αφάνταστον. Έμεινα εκεί τόσον καιρό! Εκεί συνήντησα, χωρίς διόλου να το περιμένω, και την ευτυχίαν, το δυσεύρετον αυτό πουλί, ενσαρκωμένην εις ένα νέον και ωραίον άνδρα, ο οποίος έγεινε σύζυγός μου. Και επειδή είχεν αρχίσει να με φοβίζη, έφυγα από την Πόλη. Αυτή η φυγή τάφερεν όλα.

Εκαταλάβαινε πως τα είχε με το γέρο που πέρασε πρωτήτερα από τον καφενέ, μα πάλι δεν μπορούσε να χωρέση ο νους του τι είχε να κάμη με τον τόπο το γεροντάκι αυτό, ένα σάψαλο εκεί με το ένα ποδάρι στο λάκκο. Ο Μπαρμπα-Νικόλας μπήκε στο μυαλό του ξένου. — Θα με παίρνης πως είμαι παλαβός, για αχμάκης, κύριε έφορα, είπε πάλι Και με το δίκηο σου. Πώς δεν παλάβωσα κ' εγώ είμαι να το απορήσω.

Αχ! δίκηο έχει, ο καϋμένος, ο Λυρίγκος . . . «Όλο κοριτσούδια, το έρμο, όλο κοριτσούδια!» . . . Και τι ξαλάφρωμα θα ήτον τώρα γι' αυτόν, για την άμοιρη τη γυναίκα του, να του τώπαιρνε τώρα, ο Μεγαλοδύναμος! . . . αυτό καν πούνε μικρό, και δεν έχει ν' αφήση μεγάλον καϋμό 'πίσω του!

Και σ' αυτό έχει δίκηο, γιατί η σημασία κάθε όμορφου πράγματος, που πλάστηκε, είναι τουλάχιστο τόσο στην ψυχή εκείνου που το παρατηρεί, όσο ήταν στην ψυχή εκείνου που τόπλασε.