Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 16 Ιουνίου 2025
Πώς να σ' πω; Ο καινούργιος δήμαρχος έχει σκοπό να καθαρίση το χωριό, κι' άρχισεν από τα φαντάσματα. Όξ' από δω! — Αχ, παιδί μ' γέρω-Μπαρέκο, επανέλαβεν η γραία γείτων. Πάθαμε τάπαθα. Δεν τάμαθες, μαθές; — Πού να τα μάθω πίσω 'σ τα πράματα: — Πάει το σπιτάκι μου, παιδί μ' γέρω-Μπαρέκο. Το παίρνει ο δρόμος. Τ' ακούς αυτά, παιδί μ' γερω-Μπαρέκο; Τακούω, πες. Το παίρνει το σχέδιο.
Όταν την πρωίαν ενεφανίσθη ενώπιον του δημάρχου, το πρόσωπόν του ήτο στενόν και μακρόν, ως όταν παρατηρεί τις εντός τεθραυσμένου καθρέπτου. Συνειθισμένος να κτυπά τον κώδωνα της βάρδιας αφ' εσπέρας και να κοιμάται, εταλαιπωρήθη ο αγαθός εντός μιας νυκτός. Και αι χείρες του και οι πόδες του ήσαν πλαδαραί ως πλόκαμοι οκτάποδος. — Ε, τι νέα Γέρω-Γιάννη; ηρώτησεν αυτόν ο δήμαρχος.
Τα παιδιά που κρατούσαν τις τόρτσες, τα ξεφτέρια, τα μανουάλια, τα λάβαρα χύθηκαν με φωνές και κακό στο νάρθηκα σα να κυρίεψαν οχύρωμα. Γοργά τ' ακλούθησαν οι παπάδες, οι ψαλτάδες, ο δήμαρχος, η αρχοντιά. Σφούγγιζαν με τα μαντήλια τον ίδρωτα, αερίζονταν με τα καπέλλα τους, ξεκούμπωναν τα ρούχα τους και λαχάνιαζαν βαρειά κι αποσταμένα.
— Δεν ξεύρω τι συμβαίνει, κύριε δήμαρχε, μου την παίρνουν τα ποντίκια, και γι' αυτό την προφυλάττω. Την στιγμήν εκείνην προσήλθε και ο λιμενάρχης τεθορυβημένος. — Τι κάμνομεν κ. δήμαρχε; οι λησταί. Δεν τους βλέπετε; Εξήλθον όλοι εις τον εξώστην· ο δήμαρχος με το πονηρόν του βλέμμα, ο λιμενάρχης ωχρός ολίγον, και ο κλητήρ προσπαθών να βιδώση καλώς την τσακμακόπετραν.
— Έτσι θέλουν αυτοί! έλεγεν ο κ. δήμαρχος προς την Μιλάχρω εκείνας τας ημέρας. Όσον δι' άδειαν επισκοπικήν, ολίγον εφρόντιζεν. Ηδύνατο αυτός να στεφανώση και ξεστεφανώση πολλούς τέτοιους σε μια βραδυά, φθάνει μόνον να προέκυπτεν αγαθόν εις το χωρίον.
— Ησυχία και ασφάλεια, κύριε δήμαρχε. — Μπράβο, Γέρω-Γιάννη! Αρματώθηκες βλέπω σαν αστακός. Ο Γέρω-Γιάννης έρριψεν υπερήφανον βλέμμα εις τες ασημένιες παλάσκες του και το υαλιστερόν όπλον, καρυοφύλλι μ' επαργυρωμένον κοντάκιον. — Έτσι νάσαι πάντοτε! ηυχήθη αυτώ ο δήμαρχος. — Κύριε δήμαρχε, έτσι είμαι πάντοτε. Και εις πυρ και εις θάνατον.
Να σου και περνούσε κι' ο δήμαρχος. «Δεν ντρέπεσαι, μου λέει, Νικολάκη, να τα βάζης με τον παπά; Τράβα στη δουλειά σου!» Μου ανέβηκαν τα αίματα. «Αλλά ρύσαι ημάς από του πονηρού». Γυρίζω και τον κυττάζω: «Εγώ να ντραπώ; Να ντραπής του λόγου σου και με τις κλεψιές σου και με τα καμώματα της γυναίκας σου». Μην τα ρωτάς τι έγινε. Πέσανε να με σκοτώσουν.
Τέλος διά τινων στενωπών ακόμη έφθασαν εις την οικίαν του γαμβρού της. — Γιωργό; λέγει αίφνης η Μιλάχρω τρέμουσα. Γλέπ'ς φέξο; — Δε γλέπω! απήντησεν ο Μπάρμπα Δήμαρχος. Σκότος βαθύ τωόντι εβασίλευεν εις όλα τα παράθυρα της οικίας του Στεφανάκη. — Κοιμούνται τάχα! Εψιθύρισε μετά δειλίας η Μιλάχρω. Ανέβησαν την κλίμακα. Φως ουδέν.
Πολύ βεβαίως θα εγελούσα τότε, αν ευρίσκετο κανείς να μου προείπη, ότι μετ' ολίγας ημέρας θα ήμην πάλιν πολύ περισσότερον παρά προ του γάμου μου ερωτευμένος και δυστυχής. Η πρώτη αφορμή του ξανακυλίσματος υπήρξε χορός, τον οποίον έδωκεν ο κ. Δήμαρχος εις τιμήν του παρεπιδημούντος και υπ' αυτού φιλοξενουμένου υπουργού των Ναυτικών.
Αλλ' οι άνθρωποι εκοιμώντο ακόμη και ήτο ησυχία σιωπηλή, ουδέ πνοή ανέμου ετάραττε τας σκέψεις του ποιμένος: — Ο καινούργιος δήμαρχος, καθώς φαίνεται, είνε θεοφοβούμενος άνθρωπος, και θέλει, όλοι μας να γείνωμεν σαν αυτόν. — Κατά το Μαστρογιάννη και τα κοπέλια του. — Να ήξευρα έτσι, θα σούριχνα ένα άσπρο, μα τον Σταυρό!
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν