United States or Montenegro ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και τώρα μόλις ο δήμαρχος και ο ηγούμενος καθησυχάσαντες, τώρα κατά την δευτέραν αφήγησιν ησθάνθησαν πάσαν την λεπτότητα της επινοίας της Γερακούλας, θαυμάσαντες την ευστοχίαν αυτής και τόλμην.

Εσύ, εσύ ξέρεις καλλίτερα απ' αυταίς ταις δουλειαίς, γιατί ξεχιονίζεις τα κατσίκια ς', είπεν ο κ. δήμαρχος απεκδυόμενος την ευθύνην.

Εις δε το «Μη Χάνεσαι» εδημοσιεύθη μετά τινας μήνας, ότι «ο μεγαλοπράγμων δήμαρχος κ. Εφώτισε προσέτι την πόλιν διά δεκατριών φανών, διά να βλέπουν την νύκτα όλοι οι νυκτοβάται, και διά να γκρεμοτσακίζωνται την αυγήν όλοι οι εργατικοί, όσοι θα εξύπνων πολλά πρωί διά ν' απέλθωσιν εις το έργον των.

Αφού δ' ο πλούσιος εκείνος ιδιοκτήτης δεν ηδυνήθη να γείνη κάτοχος του μεγάρου διά των περί φαντασμάτων εκείνων διαδόσεων, τελευταίον, εκλεχθείς δήμαρχος, απεφάσισε να επιτύχη την εκπλήρωσιν της επιθυμίας του, μεταρρυθμίζων το σχέδιον του χωρίου, διά νέας ρυμοτομίας, ελπίζων πάντοτε να συμπεριληφθή και το φθονούμενον μέγαρον εν τη μεταβολή ταύτη.

Εταράχθη ολίγον. Πλην ίνα μη αποφανή, λέγει προς τον παριστάμενον πάνοπλον κλητήρα. — Τα τσακμάκια σου, Γέρω-Γιάννη! Ο κλητήρ παρατηρήσας πάραυτα το ωραίον καρυοφύλλιόν του είδεν ότι έλειπε πάλιν η τσακμακόπετρα. Πλην ετοίμως εξάγει αυτήν εκ του θυλακίου και την τοποθετεί καταλλήλως, περισφίγγων αυτήν. — Πάλι ς' τη τσέπη; παρετήρησεν ο δήμαρχος. Έτσι θα κάμωμε το ρωμαίικο;

Ο παππά Συνέσιος επροχώρησε για να μιλήση, μα τον αποπήρε ο δήμαρχος με δυνατή φωνή. — Τι τέχνες είν' αυτές που κάνετε; — Δεν είνε τέχνες, είπεν ο γούμενος· είνε γάμος! — Θα το ιδούμε τώρα. Ο παππά Κρητικός εζήτηξε να γλυστρήση να φύγη, μα του έφραξε το δρόμο ο ειρηνοδίκηςΣτάσου, παππά, να μάθωμε την αλήθεια, είπε. Τότ' επροχώρησε ο γέρω Μουρούπας.

Ο δήμαρχος, κήρυξ στωμύλος, διατρέχων την αγοράν και τας οδούς εκήρυττε προς τους κατοίκους το γεγονός, οίτινες μετά θαυμασμού ήκουον και άλλοι μεν έκαμον τον Σταυρόν των, άλλοι δε εχαρακτήριζον όσον σεμνότερον ηδύναντο το πράγμα.

Μετά τινας ημέρας ο δήμαρχος διέταξε τους αγροφύλακας να περιοδεύσωσιν εις τα ενδότερα της νήσου, κάμνοντες διαφόρους κατοπτεύσεις εις πολλά μέρη, παραλαβόντες καί τινας ακόμη οπλοφόρους. Ητοιμάζετο δε να γνωστοποιήση εις το υπουργείον ότι ησυχία και ασφάλεια επικρατεί εις την νήσον, ότε ενεφανίσθη προ του λιμένος μεγάλη και πολύκωπος λέμβος, μετά τάχους κατευθυνομένη προς την πολίχνην.

Κ' ενώ εξ ενός απέστελλε τον μηχανικόν, ίνα χαράξη μαύρον σταυρόν επί του τοίχου του μεγάρου, εξ άλλου, κρυφά, εψιθύριζεν εις το ους της γραίας: — Το δίνεις τριάντα κατοστάρικα; — Πας 'στον παππού μ! Ηγρίευσεν η γραία. — Θα σου το πάρη το σχέδιο! Ηπείλησεν ο δήμαρχος. — Το κεφάλι σου να πάρη το σχέδιο! Το σπίτι είνε του παιδιού μου!

Τι να σου κάμη και η Μιλάχρω; Τα χρήματα, καθώς έλεγε και ο Μπάρμπα- δήμαρχος, δεν κόπτονται από τον τοίχον. Και από τον τοίχον αν εκόπτοντο, της Μιλάχρως το σπίτι ούτε τοίχους σχεδόν είχε, το ερείπιον! Είχεν όμως φούρνον η Μιλάχρω, και από τον φούρνον εσύναζε φουρνιάτικα.