United States or Mali ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΑΜΛΕΤΟΣ Ναι, Κύριε· πλην «ζήσε, μαύρε μου» — η παροιμία εμούχλιασε κάπως. Εισέρχονται ΗΘΟΠΟΙΟΙ με αυλούς. ΑΜΛΕΤΟΣ Ω! οι αυλοί! δος μου έναν να ιδώ. — Διά να ελευ- θερωθώ από σαςτι με φέρνετε γύρα διά να μου πάρετε την μυρωδιά, ως να ηθέλετε να με πιάσετετην παγίδα; ΓΥΙΛΔΕΝΣΤΕΡΝΗΣ Ω! Κύριέ μου, όσο τολμηρόν είναι το σέβας μου, τόσο αδιάκριτη είναι η αγάπη μου.

Ο κυρ λοχίας έστειλε τον Κραβαρίτη, τον λεβέντη, να μάση κάνα κούτσουρο ακόμη, για τη φωτιά πάρχισε να σβύνη, εκεί γύρα. — Άιντε, ορέ, για κάνα ξυλάκι κι η νύχτα είνε χρόνος τόρα.

Κοντολογία: αυτός ο παπάς είταν το θάμα όλων των χωριών, που είταν γύρα στο Μικρό Χωριό, κι' οι Μικροχωρίτες τον αγαπούσαν πλειότερο, γιατί έλεγε όλα τα γράμματα, που είναι μπροστά από τη λειτουργιά στο δρόμο, από το χωριό του ως το Μικρό Χωριό, κι' άμα χτυπούσε το σήμαντρο, έμπαινε αμέσως στη λειτουργιά.

Ας είνε· ας φέρουμε μια γύρα μέσ' στο λιμάνι, τώρα με το φεγγαράκι. Και μετ' ολίγον προσέθηκε·Για να δοκιμάσω πώς θα μου φανή, όταν θα 'μβαρκάρω για να πάω πέρα... Έλεγε πάντοτε πέρα, κ' εννοούσε την πατρίδα.

Το Μικρό Χωριό, εξόν της Κώσταινας, όλο έγεινε άνω-κάτω, γιατί δε μπορούσε να καταλάβη, αν ο άνθρωπος, που είταν καβάλλα στο μουλάρι, κι' έφερνε γύρα το χωριό, είταν άνθρωπος ή ίσκιωμα.... Άνθρωπος δεν είταν δυνατό να είταν, γιατί, ως άνθρωπος, θα είχεν ανάγκη για ζέστα, για θροφή και για ύπνο. Κι' επειδής φαίνονταν ότι δεν είχε ανάγκη απ' όλα αυτά, είταν χωρίς άλλο ίσκιωμα!..

Κι' οχ το φόβο μη του φύγη Αν τα φέρη αυτός τη γύρα, Εστοχάστη στο κυνήγι Ν' αποκλείση πάσα θύρα. 320 Στην κορφή οχ τον καθρέφτη Απηδόντας ανηβαίνει· Της κοιλιάς καβάλλα πέφτει Και του λόγου του συσταίνει· Διο απέδω, διο απέκει 325 Τα ποδάρια του κρατάει· Με μεγάλην έγνια στέκει, Μουλυχτά παραφυλάει.

Μοναχά μ' αυτό στο στόμα 475 Διο ημερόνυχτα ακόμα Μες το ίδιο ξεροτόπι Φέρουν γύρα οι στρατοκόποι. Η φοράδα, που αποβλέπει, Τον υγιό της, σ' ό,τι πρέπει, 480 Για καλό του να πεδέψη, Και με τρόπο να ορμηνέψη, Εστοχάστηκε αρκετό του, Για τ' ανέγνωμο μυαλό του, Όσο τότες είχε πάθη, 485 Απατό του για να μάθη·

Τέτοια διαλάλησε προσταγή το σαββατόβραδο στο μεσοχώρι και στ' ανηφορικά σταυροδρόμια ο πρωτόγερος, ανεβαίνοντας σε ξάγναντους και σε πεζούλια απάνου, ακουμπώντας κατά πίσω το χοντροκαμωμένο κορμί του στο δεκανίκι του το κρανένιο και προβάλλοντας κατά 'μπρός τ' ανοιχτά στήθια του, ως νάθελε να βγάλη μες από τα σωθικά όλη του τη βροντερή φωνή και να την χύση σ' όλο το χωριό γύρα.

Οι Μικροχωρίτες, αν κι' έχουν γύρα τους άλλα ποταμάκια και ρεματιές με ξάστερα νερά, πάντοτε παίρνουν νερό από τον Καλαμά.

Έτσι είπε, και διπλόβουλα λογάριασε ο Διομήδης να φέρει γύρα τ' άλογα κι' απάνου ναν του πέσει· τρεις το λογάριασε φορές μες στης καρδιάς τα βάθια, και τρεις βροντάει του Κρόνου ο γιος απ' τις κορφές της Ίδας, 170 στους Τρώες νιώσμα δείχνοντας μονοκερδίστρας νίκης.