United States or Malaysia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πείνασα, δίψασα, υπόφερα, και είδα από σιμά μέσα στα εργοστάσια κ' εγώ, ένας απλός εργάτης, είδα από σιμά τη μεγάλη καταπίεση, είδα από σιμά τα βάσανα, τις πίκρες, τις αδικίες, τους θανάτους. Είδα από σιμά την αγριότητα, την ατιμία, και μπήκα και γώ, και βουτήχτηκα και γω, κ' έπαθα και γώ.

Πίσω από το ταπεινό παρουσίασμα του μετανοιωμένου και σα συντριμμένου ψαρότριχου πατέρα σα νάνοιωσα κάποιο ξέπασμα και κάποια άλλη ανειλικρίνεια ανθρώπου, τραβημένου πιο πολύ από ζήλεια παρά από εξαγνισμό. Ίσως πολύ περισσότερο παρ' όσο κοίταζε να πείση τη γυναίκα του για τα βάσανα του, πολεμούσε να γελάση τον ίδιο τον εαυτό του. Ύποπτος και τότε ο Κώστας Μεμιδώφ.

Αρκετά βάσανα έχουμε με τα καθημερινά μας μαλλώματα, μη γυρεύης να μας ανάψης και τέτοιες φωτιές. Πήγαινε στο καλό, και μεις δεν αποτρελλαθήκαμε ακόμη». Αυτά θα σου πουν οι προεστοί, και χίλια τέτοια.

Ωρισμένως δε και τόρα η εναντίον αυτών μάχη είναι εναντίον δύο, δηλαδή της πτωχείας και του πλούτου, εκ των οποίων αυτός μεν διέφθειρε την ψυχήν των ανθρώπων με την τρυφηλότητα, εκείνη δε με τα βάσανα παρωθεί αυτήν εις την αναίδειαν. Λοιπόν ποία θεραπεία ημπορεί να ευρεθή διά την ασθένειαν αυτήν εις μίαν νοήμονα πόλιν; Πρώτον μεν να υπάρχη όσον το δυνατόν περιωρισμένον το γένος των καπήλων.

Εκείνοι μας μέρασαν, κι' ο καθένας μας πουλήθηκε στο Παζάρι &σκλάβος αλευτέρωτος& σ' άλλους ανθρώπους. Ανθρώπους λέγω; Θηρία!!! Εγώ πουλήθηκα πέντε φλωριά. Δεν μπορώ να σας μολογήσω της σκλαβιάς τα πάθια και τα βάσανα, φτάνει μόνο να σας ειπώ, πως προτιμούσα χίλιες φορές το θάνατο από κείνη τη ζωή.

Την κουβέντα του θάχωμε τώρα; Πολύ του πάει. Πρόσταξε ένα εκατοστάρι ακόμα. Το ήπιανε και σηκωθήκανε να φύγουν. Αυτό ήταν όλο! Σαν έγινε το κακό, οι δυο φίλοι θυμηθήκανε τα χθεσινά. — Δε στώλεγα εγώ, Γιώργη μου; Καλύτερα να σε πηγαίναμε στη σπετσαρία. Τα βλέπεις τώρα; Είπε ο Βαγγέλης, καθώς απιθώσανε, με τα πολλά τα βάσανα, τον χτυπημένο στο κρεββάτι, και κύτταζαν να τον συγυρίσουν.

Μα, παιδιά μου. δεν έχω φωνή για τραγούδι. Β’ Παλικ. Γ' Παλικ. Άλλο ένα κρασί θέλει, λέει. Κρασί, κρασί φέρτε του! Στεφ. Εσείς βαλθήκετε και καλά να με μεθήστε απόψε. Όλοι. Το τραγούδι τώρα, το τραγούδι! Στεφ. Βαριά και λαβωμένη καρδιά, τραγούδα τους να κάμουνε γλέντι με τα βάσανά σου. Κι απ' την αγάπη το τραγούδι. Στεφ.

Οπισθοχωρούσε μπροστά στα βάσανα, σαν μπροστά σε κάτι που μπορούσε να χαλά και να κολοβώνη τη ζωή του ανθρώπου και φαίνεται πως είχε περιπλανηθή μέσα σ' εκείνη την τρομερή κοιλάδα της μελαγχολίας, απ' την οποίαν τόσα μεγάλα, ίσως μεγαλύτερα, πνεύματα ποτέ πια δεν ανάκυψαν.

Νοστιμάδαις, χάρες, κάλλη, Ας τα έχει η μια κι' η άλλη, Ας τα χαίρουνται πολλαίς. Αφροδίταις σ' ωραιώτη Οχ την ύστερη ως την πρώτη Ας φαντάζουν η καλαίς. Η αγάπη μου μ' αρέγει, Κι' η καρδιά μου σαν τη στρέγει, Θέλα ήμουν ευτυχής· Μόνε ξέρεις, Έρωτά μου, Και νογάς τα βάσανά μου Που με θλίβουν απαρχής. Κι' εδικής σου εξαιτίας, Της πολλής μου ευτυχίας Δεν ορίζω τα κλειδιά. Τι εσύ αφορμή μου δίνεις.

Τον πέρνει το κατόπι ο Κωσταντίνος, και τις 10 του Σεπτέβρη τονέ σπάνει μια και καλή. Φεύγει τότες ο Λικίνιος στη Νικομήδεια, και για χάρη της γυναίκας του σκόπευε ο Κωσταντίνος να τον αφήση ήσυχο. Μα δε σύχαζε ο γαμπρός του. Τότες κι ο Κωσταντίνος, που καθώς είπαμε δεν πολυέπαιρνε από χριστιανικές μακροθυμίες, τον κρέμασε και γλύτωσε από τα βάσανά του.