United States or Montserrat ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αφήκε πάλι ο Γελιμέρος στα χέρια του Βελισάριου όλο του το στρατόπεδο κ' έφυγε. Πήγε στα βουνά της Νουμίδιας και κρύφτηκε σε μια σπηλιά. Όσοι από τους Βαντάλους γλυτώσανε, φαγωθήκανε με τους συμμάχους τους τους Μαυρούσιους. Ως κ' η Σαρδινία κ' η Κόρσικα και μερικά άλλα νησιά υποταχτήκανε. Παραδόθηκε τέλος κι ο Γελιμέρος, και σε τρεις μήνες μέσα κατρακύλισε και πήγε όλη η Βανταλική Αυτοκρατορία.

Αλλά τόσον είχε κυριευμένο το πνεύμα της μητέρας μου ο φόβος της αρρώστειας του Βαγγελιού, ώστε δεν την αφήκε να σκεφθή τίποτε άλλο κιαπό τα πειο πρόχειρα και τα πιθανώτερα. Και φοβήθηκε από κάθε άλλη αυτή την αρρώστεια, γιατί προ λίγης ώρας ήμουν κοντά στη χτικιασμένη. Στις επαρχίες της Κρήτης σε κείνη την εποχή γιατροί δεν ήσαν, παρά μόνον πραχτικοί.

Είπε, και μάβρο σύγνεφο τον σκέπασε θανάτου, 855 και πέταξε οχ τα στήθια του να πάει η ψυχή στον Άδη, κι' έκλαιε το μάβρο της γραφτό π' άφηκε αντριά και νιότη. Μα και νεκρό έτσι ο Έχτορας του φώναξε και τούπε «Πάτροκλε, τι μαντολογάς και τι μου ψέλνεις χάρους; Πιος σ' τόπε αν δε θα πάει κι' ο γιος της Χρυσομάλλως Θέτης 860 στον τάφο πριν, από σκληρό χαλκό μου τρυπημένος

Τότες όλοι τον ήξεραν και τον θυμούνται ακόμα Τον Κωσταντήτα Γιάννινα, τον πρώτο κυνηγό τους, Οπού κανένα απάτητο δεν άφηκε βουνό τους. Κ' ήταν ένας ωμορφονιός, των κοπελλών η τρέλλα, Χρυσό καμάρι των γονηών, των Τούρκων πάντα φέλα. Τα πρώτα του τα γράμματα τάμαθετον Ψαλλίδα. Τα λόγια του τούταν για την Πατρίδα.

Δεν ήτον ασπίς εκείνη, δι' ης περιέβαλον του πτηνού την ψυχήν; δεν ήτο δόρυ εκείνο, με το οποίον ώπλισα το πνεύμα του; Πού επέταξε; πού επλανήθη; ποίαν μεγάλην οδόν αφήκε και ποίαν ατραπόν ηκολούθησεν; Αφού με πτέρυγας ανεχώρησε, πώς άνευ πτερύγων επανήλθε, και με ράμφος μόνον, αποστάζον το ίδιον αίμα του; Μυστήριον.

Ο ταύρος αφήκε μακρόν μυκηθμόν, εσηκώθη και αυτός, ετίναξε τα μέλη, και στραφείς ήρχισε να ανέρχηται το ρεύμα, επιστρέφων εις την στάνην του Θεοδόση, ως έκαμνε καθημερινώς, όταν δεν είχεν εργασίαν.

Αίφνης ανέσυρε μακρόν εγχειρίδιον εκ της ζώνης του, και η λάμψις αυτού ιλλώπιζεν εις την χείρα του, πάλλουσαν ορμητικώς αυτό. Ο Κατούνας αφήκε κραυγήν·Πάει! Χαθήκαμε! Και συνήψε τας χείρας, ως να έμελλε ν' απαγγείλη την τελευταίαν αυτού προσευχήν. Περιέφερε τεθλιμμένα βλέμματα από των βαρελιών μέχρι του συρταρίου του λογιστηρίου του, και δεν ήξευρε τι πρώτον να οικτείρη. Η μάχη εξηκολούθει.

Η Κρέουσα, βασίλισσα των Αθηνών και θυγάτηρ του Ερεχθέως, τεκνοποιήσασά ποτε μετά του Απόλλωνος, αφήκε το τέκνον της, εκ φόβου αποκαλύψεως, εις σπήλαιον εκτός των Αθηνών, παραλαβών δε ο Ερμής εκείνο μετέφερεν εις το μαντείον των Δελφών, ένθα ανετράφη υπό της Πυθίας.

Ο άλλος εδοκίμασε ν' αποσπάση από τον εργαλειόν το αντίον, το μέγα κυλινδροειδές ξύλον, περί το οποίον τυλίγεται το νεοΰφαντον πανίον· ίσως δεν είχεν ιδεί παρόμοιον πράγμα εις την ζωήν του κ' εφαντάζετο ότι και αυτό ίσως θα ήτο καλόν διά να χρησιμεύση ως όπλον. Η Αμέρσα, ιδούσα, αφήκε κραυγήν πεπνιγμένην.

Λοιπόν ο Ισμηνόδωρος ο οποίος είχε φονευθή υπό ληστών κατά τον Κιθαιρώνα, ενώ επήγαινε εις την Ελευσίνα, νομίζωεστέναζε και εκράτει την πληγήν του και ανέφερε τα παιδιά του, τα οποία αφήκε πολύ μικρά και μετενόει διά την τόλμην του, διότι ενώ επρόκειτο να διαβή τον Κιθαιρώνα και τα περίχωρα των Ελευθερών, τα οποία έχουν εντελώς ερημωθή υπό των πολέμων, είχε παραλάβει δύο μόνον δούλους, ενώ είχε μαζύ του πέντε χρυσάς φιάλας και τέσσερα ποτήρια.