United States or Bermuda ? Vote for the TOP Country of the Week !


Το ίδιο πράγμα κάμνω ακριβώς όταν θέλω να σκεφθώ. Και όταν θέλω να σκεφθώ ιδού τι κάμνω. Σηκώνω τα φρύδια μου υψηλά, προσηλώνω τους οφθαλμούς εις τα σύννεφα, και βλέπω, βλέπω, βλέπω, ως που αρχίζουν αι ιδέαι να καταβαίνουν ωσάν να είναι ποίημα. Ωσάν να είναι ποίημα, διότι και σεις χωρίς άλλο ποίημα εγράφετε. Χωρίς άλλο εγράφετε έν ποίημα εις την δύσιν του ηλίου.

Χασονούσης θυμώνει εκείνος δίνει του μια μπάτσα και στραβώνει τη σαγώνα του. Και ρίχνεται πάλι στο κρασί ο γέρος· ρίχνονται τα δυο παιδιά· ρίχνεται και ο ανεψιός για να ξεχάση τον πόνο του. Ρούφαρούφα τ' αδειάζουν τα βαγένια. Αδειάζουν τα βαγένια, τυλώνουν τα στομάχια τους, σκοτίζουν τον νου τους. Αρχίζουν τα τραγούδια· πιάνουν τον χορό.

Δυο μεγάλες βαθιές ποταμιές, που κατεβαίνουν από τα κορφοβούνια ψηλά, ζώνουν τον μαχαιροκομμένο κοκκινόβραχο που βαστάει το χωριό μας απάνου του. Από το φρύδι του βράχου, που χάσκει ομπρός κάτου γκρεμός φοβερός κι άβυσσος άπατη, αρχίζουν τα σπίτια του χωριού άσπρα άσπρα κι αραδιασμένα τον ανήφορο τόν' απάν' από τάλλο, σα σκαλοπάτια, ως την κορφή.

Διότι μου εφαίνετο ότι είναι υψηλόν πράγμα να γνωρίζω του κάθε πράγματος τας αιτίας, διατί δηλαδή γίνεται κάθε πράγμα, διατί καταστρέφεται και διατί υπάρχει· και πολλάς φοράς εγύριζα τον εαυτόν μου επάνω και κάτω, διά να εξετάζω κατά πρώτον ωσάν τα εξής πράγματα· άρα γε, όταν το ζεστόν και το ψυχρόν λάβουν καμμίαν σήψιν, καθώς μερικοί έλεγον, αρχίζουν να παράγωνται τα ζωύφια; Και ποίον από τα δύο, το αίμα είναι εκείνο, διά του οποίου σκεπτόμεθα, ή ο αήρ, ή η φωτιά, ή δεν είναι μεν κανένα από αυτά, ο εγκέφαλος δε είναι εκείνος, ο οποίος μας κάμνει τας αισθήσεις και της ακοής και της οράσεως και της οσφρήσεως, από αυτάς δε τας αισθήσεις γίνεται η ενθύμησις και η φαντασία, από δε την ενθύμησιν και την φαντασίαν, αφ' ού λάβουν ανάπαυσιν, σύμφωνα με αυτά γίνεται η γνώσις.

Ως βλέπεις, πολλοί αγγελιαφόροι και υπηρέται του περιπολούν μεταξύ αυτών, πυρετοί διαφόρων ειδών και φθίσεις και περιπνευμονίαι, φόνοι και ληστείαι, δηλητήρια και δικασταί και τύραννοι. Αυτά ουδόλως τα σκέπτονται εν όσω ευτυχούν, άμα δε η τύχη των μεταβληθή, αρχίζουν να κλαίουν και να οδύρωνται.

Διότι εκείνοι μεν μόλις γεννηθούν αρχίζουν να τα αγαπούν, ενώ τα παιδιά αφού περάση καιρός αγαπούν τους γονείς, δηλαδή αφού αποκτήσουν σύνεσιν ή αίσθησιν.

Για τούτο στην Ελλάδα δεν πρέπει νανησυχούμε, μήτε να νομίζουμε πως είναι πάρα πολύ αργά, που χαλάσαμε τη γλώσσα και που δεν είναι πια δυνατό να τη διορθώσουμε. Μοναχό του θα γίνη το πράμα. Ένα μόνο πρέπει να ρωτούμε, αν το βασίλειο θα ζήση ή όχι, αν όλοι οι Γραικοί μαζί θα καταστραφούν ή αν αρχίζουν τώρα μόνο νακούγουνται στον κόσμο.

Διότι εκείνη, η οποία είναι όντως βασιλική, δεν πρέπει να εκτελή η ιδία, αλλά να διοική τας άλλας όσαι είναι ικαναί να εκτελούν, και να γνωρίζη πώς αρχίζουν και προχωρούν τα μεγαλίτερα ζητήματα εις τας πόλεις υπό έποψιν επικαίρου και ακαίρου ενεργείας, αι δε άλλαι να εκτελούν ό,τι διετάχθησαν. Νέος Σωκράτης. Πολύ ορθά. Ξένος.

Ίσαίσα που αυτά τα λόγια ειπώθηκαν στην αρχή του ξεπεσμού τους. Φαίνεται πως τόχει η φύση μας· άμα αρχίζουν τα μεγάλα λόγια να παύουν τα μεγάλα έργα. — Σωστά· είπε ο Αλαμάνος. — Άλλως τε, επρόσθεσε ο νέος κυττάζοντας τον αδερφό του, εγώ δε θέλω να κατηγορήσω τους προγόνους μας. Μα πιστεύω πως τα λόγια έχουν αξία κατά τους ανθρώπους που τα λένε. Εκείνοι ήταν εκείνοι και είπαν τέτοια λόγια.

Και όταν ξεπέφτουν, ομοιάζουν με τους τραγικούς ηθοποιούς, τους όποιους βλέπομεν άλλοτε μεν ως Κέκροπας, Σισσύφους ή Τηλέφους στολισμένους με διαδήματα και ξίφη ελεφαντοκόσμητα και μανδύαν χρυσοκέντητον και μαλλιά μακρυά που κυματίζουν• αν δε συμβήκαι συμβαίνει πολλάκιςνα σκοντάψη κανείς από αυτούς και να πέση εις το μέσον της σκηνής, αρχίζουν και γελούν οι θεαταί, διότι το προσωπείον του μαζή με το διάδημα σπάζει και η αληθινή κεφαλή του ηθοποιού ματώνει, συγχρόνως δε τα σκέλη του παρουσιάζονται γυμνά και φαίνονται μέσα από το βασιλικόν ενδύμα τα πραγματικά του φορέματα, τα οποία είνε κουρέλια ελεεινά, φαίνονται δε και τα θεατρικά υποδήματα, τα οποία είνε τόσον άσχημα και τόσον δυσανάλογα προς το πόδι.