United States or Marshall Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


— «Άθλιελέγει ο Ανθύπατος, διότι ήκουε τον Σύριον και τον ηννόησε, ενώ ο διερμηνεύς του εχρησίμευε μόνον διά να του δώση καιρόν ν' απαντήση, Ο Αντίππας με πολλήν σπουδήν έσυρε το μετάλλιον του Αυτοκράτορος, και παρατηρών αυτό μετά τρόμου, το παρουσίασεν από το μέρος της εικόνος.

Έτρεξε κατόπιν της Αϊμάς. — Πάμε, Βούγκο! γρήγορα! είπεν ασθμαίνων ο Πρωτόγυφτος. Μας έφυγεν αυτή η δαιμονισμένη. — Πού, πατέρα; Ο Γύφτος, χωρίς ν' απαντήση, έσπευσε να εξέλθη. Ο Βούγκος τον ηκολούθησε μηχανικώς. Ο Μάχτος είχεν οδηγηθή εκ των βλεμμάτων και της στάσεως των ξένων, ων δύο είχον τρέξει κατόπιν της Αϊμάς, οι δε λοιποί έμενον.

Πρόκειται για......», και πρόσθεσε μετά από μια στιγμή δισταγμού, «πρόκειται για μια ξεκάθαρη απάντηση που πρέπει να του δώσουμε, ότι στο σπίτι μας δεν υπάρχει θέση για εκείνον

Παρατηρούσα όλη την ώρα την γυναίκα μου και την παρατηρούσα από το πλευρό, ενώ το βαπόρι ανέβαινε ψηλά στα κύματα και κείνα πλημμυρίζανε το κατάστρωμα από την καρίνα ως το τιμόνι. Μα δεν μπορούσα νανακαλύψω τίποτε, που να έδινε την απάντηση στο άφωνο ρώτημά μου.

Ο Κύριος δεν ωμίλει περί σαρκικής γεννήσεως, αλλά περί της πνευματικής εκείνης αναγεννήσεως, ήτις οφείλει να είναι γέννησις δι' ύδατος και πνεύματος, τουτέστι κάθαρσις άμα και ανακαίνισις, εξωτερικόν σύμβολον και εσωτερική χάρις, θάνατος τη αμαρτία και νέα γέννησις εις δικαιοσύνην. Ο Νικόδημος ηδύνατο μόνον ν' απαντήση δι' εκφράσεως δυσπίστου εκπλήξεως.

Του λόγου σου είσαι, ηρώτησε πλησιάσας εις αυτόν, που ξεύρεις και κτυπάς τόσον καλά τα παιδιά, 'σαν να ήσαν μουλάρια, απ' εκείνα που βοσκούσες εις την πατρίδα σου; Ο διδάσκαλος ηθέλησε κάτι να απαντήση, αλλά τόσον έτρεμεν όλος, και τόσον ετραύλιζεν η γλώσσα του, ώστε δεν ηκούσαμεν τίποτε, μολονότι σιγή βαθεία επεκράτει εις όλην την τάξιν, διότι η συγκίνησις είχε δέσει όλων μας τας γλώσσας.

Αυτό είνε το έσχατον μέσον, Αλλ' εν τω μεταξύ συ θα σώσης αμφοτέρους. Είσαι φίλος του Καίσαρος. Εκείνος μου την έδωκεν. Ύπαγε και σώσον με! Νωρίς να απαντήση ο Πετρώνιος εκάλεσεν ένα δούλον και τον έστειλε να φέρη δύο αμαυρούς μανδύας και δύο ρομφαίας. — Πηγαίνομεν τώρα, είπεν έπειτα ο Πετρώνιος, θα σου τα είπω όλα καθ' οδόν. Μετά μίαν στιγμήν ευρίσκοντο εις την οδόν.

Αλλ' ο ξένος εχάνονταν σαν ίσκιωμα, χωρίς να δώση απάντηση στο ευγενικό προσκάλεσμα, από πίσω του ακολουθούσαν μανιωμένα τα σκυλλιά, γαυγίζοντας, και μοναχά το λάλημα του κυπριού του μουλαριού του ακούονταν γλυκά και θλιβερά «τριγκ.. τριγκ.. τριγκκκκ».

Ο Δημήτρης περικυκλωμένος υπό των μαντρόσκυλων επάλαιεν απελπιστικώς· η ράβδος του είχε συντριβή εις μύρια τεμάχια· ούτε ν' ακούση ούτε ν' απαντήση ήτο δυνατόν εις τας φωνάς του Βλάχοι. — Ορέ συ!. . . διαβάτης είσαι, ρε!. . επανέλαβεν ούτος εντονώτερον. Και συγχρόνως θέσας τον λιχανόν και τον παράμεσον της δεξιάς χειρός εις το στόμα, υπό την γλώσσαν του, ανέδωκε διάτορον συριγμόν.