Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 16 Ιουνίου 2025


Φίλε Τριστάνε, φίλη Ιζόλδη, τιμωρήστε με για την κακή φύλαξι που έκαμα. Σας παραδίνω το σώμα μου, τη ζωή μου. Γιατί από δικό μου έγκλημα ήπιατε, στο καταραμένο ποτήρι, την αγάπη και το θάνατοΟι αγαπημένοι εσφίχτηκαν δυνατά. Στα ωραία κορμιά τους ανατρίχιαζε η επιθυμία και η ζωή. Ο Τριστάνος είπε: — Ας έλθη λοιπόν ο θάνατος!

Γύρω ο κήπος γεμάτος σκοτεινό μυστήριο, αναδεύουνταν στα φιλήματα της αύρας, σα ν' ανατρίχιαζε από γλυκειά επιθυμία κι αυτός, κ' η μαγεμμένη νύχτα με την πλούσια αστροφεγγιά της, ανάλυονε ολοένα τις ψυχές τους, και κοίταζε τόρα ο ένας τον άλλον με πικρό παράπονο, με περίσσια ζήλεια. Κι άξαφνα το γεροντάκι που κοιμούνταν τόσο ήσυχα, ξυπνά.

Η εικόνα εκείνη του τυπώθηκε τόσο ζωηρά στη φαντασία, ώστε τίποτε δεν μπορούσε να τη σβήση. Και διηγότανε στον καθέναν, που ήθελε νακούση, πως ήρθε ο θάνατος στον Πέτρο και τονέ φοβέριξε πως θα τον πάρη και πως έφυγε πάλι, όταν ο Πέτρος τον παρακάλεσε τόσο θερμά. Το διηγότανε με τέτοιον τρόπο, που ανατρίχιαζε μόνο με την ανάμνηση κι ο ίδιος.

Είμαστε θυμούμαι στη Νοβοροσίσκη μ' ένα Γαλαξειδιώτικο μπαρκομπέστια. Εγώ εκείνο το ταξείδι ναυτολογήθηκα στην Πόλη. Εκείνους τους δυο τους ηύρα μέσα. Ήσαν από πριν. Είχαν πολλά ταξείδια μαζί και ήσαν θαρρεμένοι. Αλλά με όλα τα θάρρη που είχαν, με όλες τις συντροφιές που έκαναν, άμα άκουε κανένα λόγο για τους πατριώτες του ο Γεράσιμος ανατρίχιαζε σαν το λυσσασμένο σκυλί στον καθρέφτη.

Με μεγάλη χαρά, φέρανε τα λείψανα των Αγίων, και οι εκατό ιππότες ωρκίσθηκαν ότι είπε την αλήθεια. Ο Βασιληάς πήρε την Ιζόλδη από τα χέρια και ρώτησε τον Τριστάνο αν θα την ωδηγούσε τίμια στον κύριό του. Μπρος στους βαρώνους της Ιρλανδίας και τους εκατό ιππότες του, ο Τριστάνος ωρκίστη. Η Ιζόλδη η Ξανθή ανατρίχιαζε από ντροπή και αγωνία. Ώστε ο Τριστάνος αφού την κατέκτησε, την περιφρονούσε!

Εκ Θεού! Νά και τα μαλλιά της τα κόκκινα ! Αμ τα μάτι! τί σου λέει το μάτι; Έχει και τα κόκκαλα τα πεταγμένα κάτω απ’ τα μάτια!. . . Η Λιόλια χωρίς νακούη τι λέγανε στην άλλη άκρη πούχε τραβήξη η Κερά Γεώργαινα το τραπέζι κ’ εκεί απάνω είχε όλα του παιδιού τα πράματα-αισθάνθηκε με της μητέρας τη μαντική ψυχή πως κάτι τρομερό γινόταν εκεί αποπάνω απ’ το παιδί της, αισθανόταν τις ματιές των γυναικών που περνούσαν πάνω απ' το κορμί της σαν πνοές παγωμένες, σαν ξουράφια που άγγιζαν ξυστά το πρόσωπό της. . κι ανατρίχιαζε σύσσωμη. . –κι η καρδιά της είχε γίνει κρούσταλλο. . . Μόλις έφυγαν οι Μοίρες, φώναξε της Κερά Γιώργαινας και της ζήτησε το παιδί.

Αλλά κ' εκείνο ανάθεμά τοναι το νερό, που ήταν πήχτρα εμπρός μαςέκαμεν άξαφνα κάτι σούφρες κρυσταλλορρόδινες κ' επάφλασεν εδεκεί, τινάζοντας διαμαντένιο αφρόδροσο, σαν ν' ανατρίχιαζε στο βλέμμα του, σαν να του έδινε αρραβώνα αιώνιον. — Μπρε! Με το πόδι εκούνησα κρυφά τον καπετάν Τραγούδα.

Λέξη Της Ημέρας

ισχνά

Άλλοι Ψάχνουν