Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 9 Ιουλίου 2025


Εγώ από την λύπην που έχασα το μάτι μου δεν επήγα να χαιρετήσω εκείνους τους νέους και μάλιστα διά την εντροπήν που δεν ήκουσα την συμβουλήν τους· και ύστερα εξουράφησα τα γένεια και τα φρύδια και ενδυθείς τότε το φόρεμα των Δερβίσιδων αφού επέρασα αγνώριστος διαφόρους πόλεις, κατέληξα εδώ εις την Βαβυλώνα και σήμερον εις την πόρτα του κάστρου συναπάντησα τούτους τους άλλους δύο συναδέλφους μου και ελάβαμε την τιμήν να έλθωμεν εδώ εις το σπήτι σου και να λάβωμεν τόσες περιποιήσεις.

Ξαναζωντάνευσε ο εφτάψυχος! Βρουκολάκιασε! Παναγία μου βοήθησε! . . . Και ήτο αληθώς αγνώριστος ο δυστυχής.

Ο αγνώριστος ξένος πέρασε μπροστά απ' όλες τες εξώθυρες, στάθηκε μπροστά σ' όλες, όλα τα σπίτια του Μικρού Χωριού ένα-ένα τον προσκάλεσαν: — «Κόπιασε μέσα, ξένε μ', αν είσαι Χριστιανός, κι' ό,τι κι' αν είσαι, θαυρής φωτιά να ζεσταθής και ψωμί να χορτά'ης».

Αλλά η σάλπιγξ δυο φοραίς εσήμανε, και τότε έφυγα και τον άφησα ωσάν νεκρόν. ΔΟΥΞ ΑΛΒ. Ποιος ήτο; ΕΔΓΑΡ Ήτον ο Κεντ, ο δυστυχής εξόριστος, αυθέντα! Αγνώριστος τα βήματα του Ληρ ακολουθούσε και τον εδούλευε πιστά χειρότερ' από σκλάβος! ΑΞΙΩΜ. Βοήθεια! Βοήθεια! ΕΔΓΑΡ Τι θέλεις; ΔΟΥΞ ΑΛΒ. Τι συνέβη; ΕΔΓΑΡ Τι είν' η μάχαιρα αυτή η αιματοβαμμένη; ΑΞΙΩΜ. Αχνίζει! Είν' ολόζεστη!

Παρά τέτοια ντροπή, να γυρίσω και να με περιγελάη το χωριό, κάλλιο ναύτης αγνώριστος, ώσπου να με βοηθήση ο Θεός να γείνω και γω κάτι. Με βοήθησε ο Θεός. Γύρισα στον τόπο μου μερικά χρόνια κατόπι καπετάνιος, και με πάντρεψε η γριά μου. Είτανε μαζί μου κι ο Μοσκοννησιώτης ο καραβοκύρης, κι αυτός είταν που με βάφτισε Πολίτη , ο κανάγιας».

Πλησιάζοντας ο βασιλεύς τον εχαιρέτησεν, ομοίως και ο αγνώριστος νέος του ανταπεκρίθη εις τον χαιρετισμόν με ταπεινόν προσκύνημα της κεφαλής, και λέγει προς τον βασιλέα· Κύριε, σε παρακαλώ να με συμπαθήσης που δεν εσηκώθηκα διά να σε υποδεχθώ και να σε περιποιηθώ κατά την τάξιν της φιλοξενίας, και μάλιστα καθώς υποθέτω να είσαι υποκείμενον μεγάλου αξιώματος· και όταν μάθης την αιτίαν που με εμποδίζει, θέλεις λάβει ευσπλαγχνίαν δι' εμέ.

Και όταν ήλθες εις τον εαυτόν σου, πού ευρέθης; ηρώτησεν η μοναχή. — Όταν άνοιξα τα όμματά μου, μου εφάνη ότι ήμουν επάνω εις μίαν κλίνην ζεστήν, και φωτία αναμμένη έκαιε πλησίον μου. Ένας αγνώριστος άνθρωπος έστεκεν επάνωθέν μου και μ' εκύτταζε με συμπάθειαν. — Και έπειτα; — Έπειτα δεν ενθυμούμαι πλέον. Εδώ σταματά η μνήμη μου. Ως φαίνεται έπεσα εις αρρώστιαν, η οποία διήρκεσε πολύν καιρόν.

Αλλά ποίος θα ευρεθή να κάμη τόσα και τόσα δι' αυτόν όταν αποθάνη; ποίος θα τον ελεήση νεκρόν, αφού δεν τον συντρέχει τόρα, ζώντα και δυνάμενον ν' αποδώση την ευεργεσίαν; — Κανείς· ποιος θα δώση ένα παρά για το τομάρι μου! εσκέπτετο. Ο Δημήτρης από ημέρας εις ημέραν εγίνετο χειρότερα. Ολίγαι ημέραι είχον παρέλθει από της αναγνώσεως του επιτιμίου και ήτο αγνώριστος τόρα.

Λέξη Της Ημέρας

συμπάθα·

Άλλοι Ψάχνουν