Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 19 Μαΐου 2025


Ήρθ' η Λιόλια με παννιά στα χέρια που έβρεχε με ξύδι και της τάβαλε της Βεργινίας στο κούτελο και μπροστά στα ρουθούνια. . . Έπιασ’ ο Νίκος κ' έσταξε ένα-δυο σταλαγματιές αιθέρα μες το στόμα της που ήτανε μισάνοιχτο.-Τίποτα ! Πάω να φέρω γιατρό ! είπε· είν' ένας εδώ κοντά στου Μακρυγιάννη : αυτός έρχεται ότι ώρα του 'πης.

Εγώ ναι εγώκαι δεν έλεγε πως αυτός ήταν πρώτος κούκκοςμόνος μου ηύρα την τύχη μου. Την έπιασ' από τα μαλλιά και την έσυρα υποταχτική μου. Ας το κάμουν κι' άλλοι. Εγώ μην περιμένουν να τους δώσω τίποτα! Είπα πως επήγαν όλοι και του εμίλησαν. Ένας μόνον δεν επήγε· ο Μανωλιός. Φιλότιμο παιδί. Δεν επλησίασε τον θείο του παρά όταν αρραβώνιασε και την τελευταία του αδερφή.

Τώρα φοβούμαι δυνατά, μη σε πλανέσ' η Θέτη, Η κόρ' η ασημόποδη του θαλασσένιου γέρου. Ταχύ σιμά σου κάθησε, κ' έπιασ' τα γόνατά σου. Θαρρ' ότι συγκατάνευσες πιστά για να τιμήσης Τον Αχιλλέα, κι' Αχαιούς πολλούς να αφανίσης.

Ούτε κ' η Θέτη Δεν ξέχασ' ταις παραγγελιαίς του υιού του εδικού της, Αλλά από της θάλασσας το κύμ' απάν' εβγήκε, Και την αυγήντον Όλυμπον και ουρανόν ανέβη. Τον μακροφώνην εύρηκε Κρoνίδην καθισμένον Μονάχοντην 'ψηλήν κορφήν του πολυλαίμ' Ολύμπου. Λοιπόν σιμά του κάθησε, κ' έπιασ' τα γόνατά του Με το ζερβί· με το δεξί τον πήρ' απ' το πηγούνι· Και λάλησ' ικετεύοντας τον βασιλέα Δία·

Στις σαράντα ημέρες απάνου από τη θανή του μαβρο-Λιάκα, έπιασ' η καψόχηρά του αποβραδίς κ' έφτιασε σπερνά και προσφορές, να πάη την άλλ' ημέρα, να πάρη και τον παπά, να του κάμη τις &σαράντα& του.

»το στρώμ' ακόμη το ζεστό του αντρός της και να φεύγη». Είπε' κ' εγώ ευκολόπιστη τον έπιασ' απ' το χέρι κι αγάλια τον επλάγιασα στο μαλακό μου στρώμα· κι άρχισαν να μαλάζωνται μαζί τα δυο κορμιά μας και τα ζεστά μας πρόσωπα ν' ανάβουν, να κορώνουν· κ' εψιθυρίζαμε γλυκά στόμα με στόμα οι δυο μας. Και να μη σ' τα πολυλογώ, Σελήνη αγαπημένη, τα πιο μεγάλα εκάναμε κ' ήρθαμ' οι δυο σε πόθο.

Που η πάστρα και η ταχτοποίηση που κρατούσε η Λιόλια ! Τους ξανάρθαν τα κλάματα, της Λιόλιας και της θειας Ελέγκως, σαν είδαν την ανακατοσούρα και ταδειανό κρεββάτι της Βεργινίας, σπρωγμένο σε μιαν άκρη. . Έπιασ' η θεια Ελέγκω με τη γειτόνισσα, που ήτανε μια καλή γυναικούλα πονόψυχη, να συγυρίσουνε λιγάκι, ναερίσουν το κρεββάτι.

Λέξη Της Ημέρας

βασιλικώτερα

Άλλοι Ψάχνουν