United States or Switzerland ? Vote for the TOP Country of the Week !


Με τούτον τον τρόπον η Σουλταμεμέ ετελείωσε την ιστορίαν του Αμπτούλ Μπαρσή, πλην όλες οι γυναίκες της βασιλοπούλας την επαίνεσαν κατά πολλά· άλλες επαινούσαν την γενναιότητα του Αμπτούλ, άλλες του Καλίφη, και, άλλες την σταθερότητα του Αμπτούλ, που εστάθη ένας πιστός αγαπητικός.

Τραβάει ένα χέρι καλοθρεμμένο από το κρεββάτι, που ο Άγάθούλης το πότιζε πολύν καιρό με δάκρυα, το γεμίζει διαμάντια, αφήνοντας ένα σακκί γεμάτο χρυσάφι απάνου στο κάθισμα. Απάνω στους ενθουσιασμούς του φτάνει ένας αστυνόμος ακολουθημένος από τον Περιγουρδίνο αββά κι' από ένα απόσπασμα. — Να τους, λέγει, οι δυο ύποπτοι ξένοι!

Με το όπωςόπως δε γίνεται τίποτα. «Των φρονίμων τα παιδιά πριν πεινάσουν μαγερεύουν», λέει ένας λόγος. Τώρα που πείνασες τώρα θες να μαγερέψης ; — Τι θες να κάμω το λοιπόν; Ν' αφήσω το Θεομίσητο να μου πάρη την κληρονομιά! — Όχι να τον αφήσης· δεν είπα τέτοιο λόγο· μα πρέπει να δουλέψουμε και μεις· να φτιάσουμε πρώτα τον τοπάκη μας.

Ο λεβέντης αμαξηλάτης φάνηκε σε λίγο στην πόρτα με μια μεγάλη κούπα γεμάτη από κόκκινο Καστριώτικο κρασί. Ακούμπησε στον ορθό της πόρτας έζαψε τη μισή κούπα, έβγαλε από το στόμα του ένα ηδονικό «άαακαι μας χαιρέτησε. Ένας από μας τότε τον ρώτησε ποιοι είταν αυτοί οι ξένοι.

Πώς τα επιθυμείς τα λίγα μας λόγια; Ως είδος ομιλίες, ή ως είδος παραμύθια; Σα να μου λέη η Μεγαλειότη σου, καλλίτερα παραμύθια. Καλοκάθισε το λοιπό στο Βασιλικό Σου το Θρόνο, κι άφησε έναν ταπεινότατο δούλο Σου να Σου δηγηθή δυο ρωμαίικα παραμύθια στη ρωμαίικη τη γλώσσα, που ακούγω πως την αγαπάς, τη μιλάς, και τη διαφεντεύεις. Μεγαλειότατε, μια φορά είταν ένας Βασιλιάς εδώ πέρα.

Και μες στη μέση, όθ' άπειροι χτυπιούνταν, τόνε στέλνει. Ζούσε ένας πλούσιος άρχοντας στην Τριά, κάπιος Δάρης, Ηφαιστολειτουργός, κι' αφτός είχε διο γιούςΝιδιόνε 10 τους λέγαν και Φηγιάκαλούς σε πάσα μάχης είδος. Βγήκανε τότε αφτοί μπροστά και τούπεσαν απάνου, αφτοί οχ τ' αμάξι, και πεζός ξεκίνησε ο Διομήδης.

Εκείνη τη στιγμή ένας από τους Λεντζαίους, για να γλυτώση το σκυλλί, αρπάζει το μαχαίρι, που έφερε ακόμα το αίμα του δολοφονημένου απάνω στο λεπίδι σκουριασμένο . Ο Φετάνης άλλο από την επίθεση του Γκεσούλη, κι' άλλο από το άρπαγμα του φονικού μαχαιριού, νόμισε, ότι κάποιος τον είχε προδώσει και φώναξε απελπισμένα: — Ήμαρτον! ήμαρτον! Μη με σκοτώνετε! Σχωράτε με!

Ένας μαθητής μου μια μέρα ήρθε να με βρη και τον έβλεπα σα ζεματισμένο. «Δεν αξίζει τον κόπο, με λέει, να κάμη κανείς ετυμολογικό Γλωσσάριο της νεοελληνικής, γιατί αμέσως φαίνεται η παραγωγή κάθε λέξης και πολλή δουλειά δε θέλει να την ετυμολογήσουμε. Πού είναι οι λατινικές γλώσσες!

Ήτον ένας μεγάλος τρελλός, συμφωνώ, διέκοψεν ένας άλλος συνδαιτυμών. Αλλά δεν ηδύνατο κανείς να τον παραβάλη προς ένα πρόσωπον, το οποίον όλοι γνωρίζομεν εκτός του ξένου μας.

Να φανή ο Πρίγκηψ δεν θ' αργήση. Β’ ΝΥΚΤΟΦΥΛΑΞ Ένας καλόγηρος ιδού, οπού θρηνεί, και τρέμει, κι' αναστενάζει. Έφευγε απ' το νεκροταφείον και εκρατούσε τον μοχλόν και την αξίνην τούτην. Α’ ΝΥΚΤΟΦΥΛΑΞ Το πράγμα είναι ύποπτον. Κι αυτόν κρατήσετέ τον. ΠΡΙΓΚΗΨ Τι έγινε; τι συμφορά τόσον πρωί συνέβη, κ' ετάραξε τον ύπνον μας και την ανάπαυσίν μας; ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΣ Τι είν' η τόση ταραχή και το κακόν;