United States or Saint Lucia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τότες τ' απάντησε ο γοργός γιος του Πηλέα κι' είπε 145 «Τ' Ατρέα ξακουσμένε γιε, πρωτάρχοντα Αγαμέμνο, καλά! Τα δώρα δώσ' μου αν θες, σαν που τεριάζει, ή κράτα, τ' αφίνω αφτό στο χέρι σου. Μον έλα ομπρός! στη μάχη αμέσως τώρα! Τι άπρεπο εδώ ν' αργολογούμε, να χάνουμ' ώρα· ατέλιωτη δουλειά μεγάλη ακόμα150

Όχι! ... όχι!... εφώναξε ο Περαχώρας, κινώντας το κεφάλι του αρνητικά· μην το λέτε αυτό· δεν κάνει να το λέτε. — Είνε ασέβεια, εψιθύρισε ο Γκενεβέζος. Ο Αριστόδημος έμενε ακίνητος με μάτια γουρλωμένα σα να είχε πάθει αποπληξία. Η αγανάχτηση που έβραζε στα στήθη του έκανε κατακόκκινο το σύζαρο πρόσωπο του. Ήθελε να βρίση, ν' αναθεματίση τον αδερφό του για τον άπρεπο λόγο που ξεστόμισε.

Έτσ' αγαπούν καμμιά βολά τυφλά και δίχως γνώσει Και χάνεται ο δόλιος νιος και χάνεται κ' η κόρη. Τ' είνε του κόσμου απάτητο σημερινό ζακόνι, Βασιλοπούλα ο βασιλιάς, φτωχιά ο φτωχός να παίρνη. Και πάνε κείνα, πέρασαν αντάμα με τα χρόνια, Τα παραμύθια τα χρυσά που μολογούνε οι γέροι, Πώπαιρνε ο ρήγας βόσκισσα κι' ο χτίστης ρηγοπούλα. Κι' ο Λάμπρος κάποτ' ένοιωθε τ' άπρεπο του καϊμού του.

Της είχε κρυφοπατήσει το πόδι της κόρης της μην τύχη και ξεστομίση τίποτις άπρεπο, κ' έτσι την τρόμαξε τη μικρή. Ο νωνός αντίκρυ, που την ήξερε τη νοικοκερά, άνοιξε αμέσως κουβέντα με τον Παυλή για το βράχο, ως πόσα σκαλοπάτια μαθές νάχη. Πού να τα ξεκολλήση όμως τώρα τα μάτια του από τη Σμαράγδα ο σαστισμένος ο Παυλής! Ταπομάντεψε το τι έτρεξε, και ντρέπουνταν αυτός για την κόρη.

Κι' αφτή στης Διώνης έπεσε τα πόδια, η Αφροδίτη, 370 στης μάννας της· στην αγκαλιά την πήρε τότε η Διώνη, την πήρε και τη χάιδεψε και τρυφερά της είπε «Πιός, φως μου, σ' έκανε σ' αφτά τα χάλια απ' τους ουράνιους, αψήφιστα, σα νάκανες κάνα άπρεπο στο φόρο

Ή το χρυσάφι ακόμα θες που τύχει να μας φέρει και κάνας Τρώας προεστός για ξαγορά του γιου του, 230 που εγώ δεμένονε ή κανείς εδώ τον έφερε άλλος, ή καμιά κόρη πούφερε ναν την κρατήσει χώρια και μόνος ναν τη χαίρεται και ναν την αγκαλιάζει; Είσαι αρχηγός μας κι' άπρεπο να μας ποτίζεις πίκρες.