Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 20 Ιουνίου 2025
ΓΡΗΓΟΡΗΣ Όποιος είναι άνω κάτω σαλεύει. Και η παλληκαριά είναι να μη σαλεύσης απ' εκεί όπου ευρέθης. ΣΑΜΨΩΝ Δεν σαλεύω κ' εγώ αν απαντήσω κ' ένα σκυλί απ' εκείνο το σπίτι· ή άνδρα, ή γυναίκα τύχω δεν σαλεύω! ΓΡΗΓΟΡΗΣ Λοιπόν είσαι δειλός; Μόνον οι δειλοί κολνούν εις τον τοίχον. ΣΑΜΨΩΝ Καλά λέγεις· και διά τούτο σπρώχνομεν εις τον τοί- χον τας γυναίκας, οπού είναι αδύνατα αγγεία.
Και ίστατο σιωπηλή, θεωρούσα ως να είχε κάποιον ενώπιόν της και ηρώτα οδυνηρώς: — Ποιόνε να κλάψω και ποιόνε να μη κλάψω, την Θωμαή, την κόρην μου, ή τον Λαλεμήτρον τον άνδρα της; Ποιόνε να περιμένω, ορφανά μου κλήματα, και ποιόνε να μη περιμένω; Την Θωμαή, την κόρην μου, ή τον Λαλεμήτρον τον άνδρα της; Κ' εκεί που ως λίθινον κατέπινε τον ξηρόν άρτον, αίφνης, ίστατο ακίνητος και ηκροάτο.
Όλοι εις τα χωρία λαμβάνουν γυναίκας διά να τας έχουν βοηθούς κατά την επίπονον σταδιοδρομίαν του βίου των· δεν την έλαβε βέβαια ο Στάθης διά να την έχη εικόνισμα, εις τον οικίσκον του μόνον. Άλλως τε και αυτής επροσβάλλετο η φιλοτιμία να μη βοηθή τον άνδρα της, παρά να περιμένη να της φέρη ούτος τον άρτον, όπως εις τον τυφλόν. — Τι, για ψυχικό θα μ' έχη; ανελογίσθη κοκκινίζουσα εξ εντροπής.
Η δε εξεγερθείσα φαντασία της εκ της θαυμαστής διηγήσεως συνεπλήρωσεν, εκεί εμπρός της, ολόκληρον το σμάλτινον εγκόλπιον του αρχιερέως, του φανέντος καθ' ύπνους εις τον άνδρα της, και ήτο η χρυσή καδένα του Λαλεμήτρου, της εφάνη, η χρυσή του εγκολπίου άλυσις, η οποία εβάσταζεν αυτό, όλον απαστράπτον, με τον Τροπαιοφόρον επάνω του, ολόφωτον άγιον εγκόλπιον, βασταζόμενον εκεί, θαρρείς, υπό αοράτου αγγέλου.
Τα δε παράλια του Ευξείνου πόντου όπου ο Δαρείος έφερε τα στρατεύματά του περιέχουσιν έθνη αμαθέστατα, πλην του Σκυθικού. Ούτε έν έθνος υπάρχει εκ των κατοικούντων εντός του Πόντου το οποίον να δυνάμεθα να μνημονεύσωμεν διά την σοφίαν του, μήτε γνωρίζομεν κανένα λόγιον άνδρα, πλην του Σκυθικού έθνους και του Αναχάρτιδος.
Να στραφής δε προς την άλλην οδόν, όπου θα εύρης μεταξύ πολλών άλλων και ένα πάνσοφον και ωραιότατον άνδρα, ο οποίος έχει χορευτικόν το βάδισμα, γυρμένην την κεφαλήν, γυναικείον το βλέμμα, μελιτώδη την φωνήν και αποπνέει αρώματα.
Ο Μπάρμπα-Σταύρος εν κακή καταστάσει κομισθείς, ως είδομεν, αφού έτυχε τόσων θερμών περιποιήσεων εκ μέρους της συζύγου του, ήτις ανατσουτσουρωμένη, φρικιώσα είδε να τον φέρουν τον αγαπητόν της άνδρα υπό μάλης ως σακκί — εφρόντισαν όμως να προείπωσι προς αυτήν το συμβάν, ίνα μη καταπλαγή — εκάθητο εντελώς καλά πλέον εγγύς της πυράς, θερμαινόμενος και διηγούμενος το πάθημά του, ως άνθρωπος σωθείς από θάνατον, και ευφραινόμενος να διηγήται την σωτηρίαν του, ως να ήθελε να βεβαιωθή διά της επαναλήψεως, ότι αληθώς εσώθη.
Επειδή δε και σε αγαπώ και τον άνδρα σου, όταν εζούσε, έρχομαι να σου φέρω νέα, με φόβον μεν μήπως με ακούση κανείς από τους κυρίους, αλλά και με λύπην προς σε. Διότι φαίνεται ότι τρομερά σκέπτεται εναντίον σου και εναντίον του παιδιού σου ο Μενέλαος, και πρέπει να φυλαχθής.
Τη είπεν όμως με φωνήν τρέμουσαν· — Δεν φέρεσαι καλά, κυρά· εγώ ήλθα να σε παρακαλέσω δι' ένα μικρόν πράγμα, καθώς ενόμιζα, και συ το έκαμες βουνόν. Ας είνε, εγώ θα παραπονεθώ και εις τον άνδρα σου ακόμη, και ελπίζω εκείνος να φερθή διακριτικώτερα. — Φεύγ' απ' εδώ, έγρυξεν η χωρική. Η Αϊμά εξήλθεν εκ της μικράς επαύλεως αιδήμων και τεταραγμένη.
Ωστόσον εις το σπίτι του τον μέγαν Οδυσσέα έλουσε και άλειψε η καλή κελλάρισσα Ευρυνόμη, και φόρεμα τον ένδυσεν ωραίον και χιτώνα· 155 αλλ' η Αθηνά του λάμπρυνε το σώμα, να φαντάζη τρανώτερος, παχύτερος, και από την κεφαλή του σγουρήν την κόμην έσυρε 'πώμοιαζε ανθούς του κρίνου. και, ως όταν εις τον άργυρον χρυσάφι περιχύνη τεχνίτης, οπ' ο Ήφαιστος κ' η Αθήν' έχουν διδάξει 160 μ' εντέλεια να φιλοτεχνή χαριτωμένα έργα, όμοια και αυτού 'ς την κεφαλή, 'ς το σώμ', έχυσε χάρι· και 'ς την μορφήν ωσάν θεός εβγήκε απ' τον λουτήρα, κ' εγύρισεν εις το θρονί 'που 'χε καθίσει πρώτα, της γυναικός του απέναντι, και προς εκείνην είπε· 165 «Ω τρομερή, 'που σού 'πλασαν, 'ς των θηλυκών το γένος, την απονώτερην ψυχήν οι κάτοικοι του Ολύμπου· ποι' άλλη γυνή θα 'μενε με ασύντριφτην καρδίαν ανάμερ' απ' τον άνδρα της, 'που, αφού πολλά 'χει πάθει, τον χρόνον θα 'φθανε εικοστόν 'ς την γη την πατρική του; 170 αλλ' έλα, κλίνην στρώσε μου, βυζάστρα, να πλαγιάσω και μόνος· ότι σίδερον έχει 'ς τα σπλάνα εκείνη».
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν