Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 14 Ιουνίου 2025
Πού καθώς έτρεχε ίσα ομπρός, του ρήχνει ο αντριωμένος Διομήδης, μα δεν πέτυχε, παρά τον αμαξά του τον Ηνοπιά, τ' αράθυμου Θηβαίου γιο, καρφώνει 120 μπρόστηθα, στο βυζί κοντά, ενώ οδηγούσε τ' άτια. Κι' όξω απ' τ' αμάξι κύλησε, πήραν και δρόμο πίσω τα γλήγορα άτια, κι' έμεινε νεκρός εκεί στον τόπο.
Διά του τρόπου τούτου οι εν τη Μινώα φυλάσσοντες Αθηναίοι δεν έβλεπον εις τον λιμένα κανέν πλοίον και κατά συνέπειαν δεν διηγείρετο η προσοχή των. Κατά την νύκτα εκείνην, ήτο ήδη η άμαξα προ των πυλών και ηνοίγοντο αύται, διά να εισέλθη το ακάτιον.
Με νου ο ξυλάς καλύτερος, κι' όχι με χέρια τόσο· 315 με νου την τράτα στου γιαλού τ' αφρογαλάζο κύμα την κυβερνά ο αρμενιστής σα σφίξει ανεμοκαίρι· με νου αμαξάς τον αμαξά νικάει σαν παραβγαίνουν.
Αναμασσούσα τας σκέψεις μου, ότι αυτό δεν ήτο καθόλου εν τάξει — αλλά και πολλά άλλα δεν είνε εν τάξει. Μπορεί εσένα να σε κρατάνε 'ς το στήθος και να πηγαίνης μέσα 'ς την άμαξα. Χαλάλι σου! δεν σε ζηλεύω. Εγώ δεν μπορώ να το κατορθώσω· δεν το ημπόρεσα ούτε με γαυγίσματα ούτε με ουρλιάσματα.»
Χάμου έπειτα οχ την άμαξα κατέβηκε και τούπε «Γέρο, μαζί σου εγώ ως εδώ θεός αιώνιος ήρθα, 460 εγώ ο Ερμής, τι μ' έστειλε κάτου οδηγό σου ο Δίας. Μα τώρα θα σ' αφίσω πια· δε θέλω να προβάλω στα μάτια τ' Αχιλέα ομπρός, τι δα 'ναι κατηγόρια θεός να δείχνει ορθάνοιχτα σ' αθρώπους έτσι αγάπη.
Αυτός ήτον ο αμαξάς εκείνης της καρρότσας, που είχα ιδεί να στέκη απ' έξω εκεί. Κατάλαβα τι έτρεχε. Είχαν σκοπό να φύγουν όλοι τους μαζί, για κανένα περιβόλι, κ' είχαν έτοιμο και τον αμαξά με την καρρότσα, κι' ο άνδρας μου, που έκανε και το νουνό, θα πήγαινε, καθώς φαίνεται, μαζί τους. Πριν φύγουν, ηθέλησαν σαν καλοί χριστιανοί, να βαφτίσουν το μωρό τους.
Αλλ' εις εμέ! εμέ! εμέ! που αυτά μόνον και μόνον επρόσμενα, δεν έπεφταν! — Η καρδιά μου της έλεγε «μυριάκις έχαιρε!» Και αυτή δεν 'με έβλεπεν! Η άμαξα επέρασε και έν δάκρυ μού στεκότουν στα μάτια.
Όταν εξέρχωμαι διά της πύλης στο δρόμο, που για πρώτη φορά επέρασα με άμαξα, για να πάρω την Καρολίναν εις τον χορό, πόσον αυτά ήσαν όλως διαφορετικά! Όλα, όλα παρήλθαν! Κανέν σημείον του παρελθόντος κόσμου, κανένας παλμός του τότε αισθήματός μου.
Η οδοιπορική μου άμαξα παρήλαυνεν ήδη προ μιας ετοιμορρόπου, εγκαταλελειμμένης οικίας. Πας άλλος ήθελεν αισθανθή βαθέως ελεγειακήν θλίψιν, εάν, μετά μακράν επανερχόμενος απουσίαν, εύρισκε νεκρικήν σιγήν εκεί όπου αφήκεν εύθυμον ηχηρόν βίον, καταστροφήν και ερημίαν, εκεί όπου απέλιπε την ευεστώ και την άνεσιν.
Και πήδηξε απ' τον πόνο — 85 τι μπήκε στο μιαλό ο χαλκός — και τ' άλλα μπέρδεψε άτια καθώς κυλιούνταν στην πικρή σαΐτα καρφωμένο. Κι' εκεί π' ο γέρος χύθηκε κι' έκοβε με την κάμα τ' αλόγου τα παράλουρα, να! φτάνουν του Εχτόρου τα γλήγορα άτια, κι' έφερναν τον άσκιαχτο αμαξά τους μες στο κυνήγι.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν