Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 21 Ιουνίου 2025


ΜΩΜ. Αλλά συ, ω Ζευ, όταν θελήσης, ρίπτεις χρυσήν αλυσίδα και δύνασαι όλους αυτούς ν' ανασύρης ομού με την γην και την θάλασσαν. ΤΙΜ. Ειπέ μου, κατηραμένε, εταξείδευσες ποτέ σου; ΔΑΜ. Πολλάκις, Τιμοκλή. ΤΙΜ. Λοιπόν όταν εταξείδευες, σας ωδήγει ο άνεμος, ο οποίος εφούσκωνε τα πανιά, και η κωπηλασία ή ο κυβερνήτης ο οποίος ήτο είς και μόνος διηύθυνε και έσωζε το πλοίον; ΔΑΜ. Ο κυβερνήτης βέβαια.

Εξύπνησα δε διαφορετικός την πρωίαν εκείνην. Είχα κάποιον θάρρος ανακτήσει εις την ψυχήν μου, κάποιαν ανεξήγητον, κρυφήν χαράν. Έκαμα αμέσως τον σταυρόν μου και ησπάσθην ευλαβώς την χρυσήν μου καδένα χωρίς να την βλέπω. Μου εφάνη δε ότι την πρωίαν εκείνηνπρώτην φοράνευωδίαζε, σαν θυμίαμα, σαν άγιον λείψανον. Ενθυμήθην τότε τον Εβραίον πάλιν και έλεγα: Καλά μου έλεγε.

Κρατώ ισχυρώς την Χρυσήν Διαθήκην, αλλ' ο αστήρ αντανακλάται, ως εν κατόπρω, και εις αυτόν στίλβοντα χρυσόν, εις έκαστον δε επί τα πρόσω βήμα μου, μάτην παλαίω προς τον άνεμον, αρπάζοντα ανά μίαν σελίδα. Και ερωτώ αντιθέτως ερχόμενον διαβάτην: — Πού βαίνω εγώ, και συ πού βαίνεις;

Τον κομψόν οίκον της οδού Φιλελλήνων, εις τον οποίον την χρυσήν νεολαίαν του 1870 είχον αναπληρώση οι λόγιοι και οι πολιτευόμενοι, αλλ' όστις είχεν εμμείνη πλαίσιον αντάξιον του φιλοξένου και καλλιτέχνου οικοδεσπότου , διεδέχθη από του 1895 εκατοντάδραχμον πάτωμα παλαιάς οικίας της οδού Νικοδήμου.

Διότι, θα ειπή αυτός ο άνθρωπος, εάν βεβαίως πρέπη περισσότερον η συκίνη από την χρυσήν, δεν θα ειπή αυτό ότι είναι συγχρόνως και ωραιοτέρα, αφού Σωκράτη μου, ωμολόγησες ότι το πρέπον είναι ωραιότερον από το μη πρέπον; Άλλο τίποτε θα απαντήσωμεν, φίλε Ιππία, παρά θα ομολογήσωμεν ότι η συκένια είναι ωραιοτέρα από την χρυσήν; Ιππίας.

Να ιδής, Θωμαή μου, μία χρυσή καδένα, μία μαλαματένια καδένα. Μισή οκά χωρίς άλλο! Είπεν εκπεπληγμένη η γρηά-Κυρατσού προς την κόρην της, ανυπόμονος να την υπανδρεύση· κ' έκαμε γαμβρόν τον Λαλεμήτρον με την χρυσήν καδένα.

Η Θωμαή, αφηρημένη, έβλεπε τους παρά την είσοδον παρατεταγμένους υπαλλήλους του ξενοδοχείου, προσπαθούσα να διακρίνη τινά με χρυσήν καδένα και ολονέν είλκε προς τα κάτω τον μπάρμπ'-Αναγνώστην, όστις κοντοστεκόμενος πάντοτε κ' επτοημένος έλεγε: — Μα του κάκου! Αυτοί οι δραγουμάνοι κάμνουν συχνά ταξείδια. Δεν θάνε δω ο Λαλεμήτρος. Αυτός θα μας έβλεπε τώρα, τόση ώρα.

Συχνά από σε παιδεύονται Λαοί άφρονες, άσωτοι· Συχνά και των τυράννων Αλλάζεις την χρυσήν Ζώνην εις Στάκτην. Τώρα εδώ το πυκνότερον Σκότος σου χύσαι. Άνθρωπος Άνθρωπον ας μη βλέπη, Ας μη ξανοίγη μάτι Χείρα ωπλισμένην. Το πνεύμα ταραγμένον Των εχθρών της πατρίδος μου Ας πλάσση φοβερούς Γίγαντας, και ας φαντάζεται Παντού μαχαίρας.

Εις το μέσον ετούτου του λιβαδιού εφαίνονταν ένα δένδρον πολλά υψηλόν και φουντωτόν, που έκανεν έναν χαριέστατον ίσκιον, εις την ρίζαν του οποίου ήτον μία τέντα από μεταξωτόν, και υποκάτω αυτής ήτον ένα κρεββάτι με έναν άνθρωπον, που εφαίνονταν πως θα κοιμάται και είχε το ζερβί του χέρι ακουμπισμένον επάνω εις μίαν κασσελοπούλαν χρυσήν, και ένας δράκοντας φοβερός έστεκε σιμά του, και εκρατούσεν εις το στόμα του μίαν καραφοπούλαν με βάλσαμον, και κάθε ολίγον το επλησίαζεν υποκάτω εις τα ρουθούνια του.

Απαστράπτον πανταχόθεν και αντανακλώμενον απειράκις από τα παραπετάσματα χρώματος αργυρού, τα οποία κατέπιπτον από το ύψος των κορνιζών, το φυσικόν φως της ημέρας ανεμιγνύετο με τεχνικόν φως και κατεπλημμύρει με τους συγκερασμένους τόνους του ένα τάπητα από πλουσίαν χρυσήν τσόχαν της Χιλής, προσομοιάζοντα προς υγράν κοίτην. — Α! α! α! — Α! α! α!

Λέξη Της Ημέρας

καρποφόροι

Άλλοι Ψάχνουν