Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 19 Μαΐου 2025
Κι όταν ο μπαμπάς έφτανε τέλος κ' έμενε όξω στο διάδρομο για να τινάξη τον άμμο από τις γαλόσες του, ο Σβεν πλησίαζε τόσο σιγά και δε συλλογιζότανε πια να τον φοβίση, μα έστεκε μόνο εκεί και χαμογελούσε, σα να ήξερε καλά πως ο μπαμπάς δεν μπορούσε να τονέ δη δίχως να χαρή.
Και οι γιατροί, με τα γιατροσόφια και τα βότανά τους, μαζεύτηκαν απάνω απ' τη χρυσή κούνια. Άνοιξαν τα γιατροσόφια τους και άρχισαν να μιλούν λατινικά αναμεταξύ τους. Και το βασιλόπουλο, χλωμό και αρρωστιάρικο, απάνω στα πουπουλένια προσκέφαλα, τους κύτταζε με τα μεγάλα του μάτια. Και σα να καταλάβαινε τα λατινικά τους και σα να ξεδιάλυνε τη σοφία τους, χαμογελούσε πάλι, χαμογελούσε ολοένα.
Χαμογελούσε αριστερά η κατάγυμνη Όρθρυς — ατέλειωτη σειρά με χυτά, καταστρόγγυλα βουνά — με τους ρειπωμένους εδώ κ' εκεί παλιούς στρατιωτικούς σταθμούς των παλιών συνόρων και δεξιά καμάρονε πρασινισμένη, η ελατοφυτεμμένη και βελανιδοφουντωμένη Οίτη, με μοναστηράκια κυπαρισσοστολισμένα και μ' αφροστεφάνωτους μύλους από λαγκαδιά σε λαγκαδιά.
Η κρίση, που ξύπνησε αμέσως τότε όταν είτανε γι' αυτή, κοιμάται τώρα που είναι για με το ζήτημα, θέλω να πολεμήσω με το θάνατο για να βαστάξω την ευτυχία της και τη δική μου, έτσι όπως ανθούσε μια φορά, όχι τότε που μας χαμογελούσε η ζωή, μα τουλάχιστο τότε που δοκιμάσαμε την τιμωρία της κι ωστόσο νομίζαμε πως μπορούσε να μας χαμογελάση. Ήθελα να κάμω το καθετί για να την ξανακερδίσω.
Και γύρω στα χείλη της έπαιζε ένα χαμόγελο, που νόμιζα πως κάποτε το είχα δει. Δεν μπορούσα να θυμηθώ πότε. — Δεν κλαίω πια, είπε. Κ' η φωνή της είχε έναν ήχο σχεδόν προκλητικό, όταν πρόστεσε: — Αυτό είναι και το μυστικό μου. Ακολούθησα τη διάθεσή της χωρίς να νοιώσω τα λόγια της. Είμουνα ευχαριστημένος κ' ευτυχισμένος με το συναίστημα πως μας χαμογελούσε ξανά η ζωή.
Τριγύρισαν τα παλάτια της Ανατολής και της Δύσης. Παραστάθησαν στις χαρές και στις λύπες του κόσμου, στους γάμους και στα λείψανα, στις αγάπες και στα μίση, σταγκαλιάσματα του έρωτα και στα δαγκάματα της έχθρας. Οι δάσκαλοι, που ακολουθούσαν από κοντά, εξηγούσαν πάλι τα θαύματα του κόσμου και τα μυστήρια της ψυχής. Μα το βασιλόπουλο κύτταζε πάλι αδιάφορα τριγύρω του και χαμογελούσε,
Ένοιωθε κι εκείνη την άνοιξη και ήταν ευτυχισμένη παρ’ όλο που οι μέρες εκείνες ήταν του θείου πάθους. Κάποιος πλούσιος φεουδάρχης θα πρέπει να την είχε ζητήσει για σύζυγο, κι εκείνη χαμογελούσε στους περαστικούς από το μπαλκόνι της, και χαμογελούσε και στον Έφις που ήταν γονατισμένος κάτω από τον άμβωνα. «Κύριε, σ’ ευχαριστώ, πάρε τώρα την ψυχή μου.
Οι μπουκάλες έρχουνταν γεμάτες κ' έφευγαν αδειανές, η κουβέντα δεν κόβουνταν, ο ηγούμενος χαμογελούσε ακουμπώντας στην έδρα του, και παίζοντας το κομπολόγι του, και η κοσμική ζωή, έρριχνε μέσα στην καλογερική εκείνη τραπεζαρία ένα πιστότατο αντίλαλο, που παραξενεύουνταν κανείς, πώς οι καλόγεροι ήξεραν τόσα πράμματα της ημέρας, όσα δε θα μάθαινε κανείς διαβάζοντας μια αθηναϊκή εφημερίδα.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν