United States or Eritrea ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πέρασε κ' ένας σταυραετός, πέρασε απάνω-απάνω, Και σαν να 'νοιάστηκε κι' αυτός την ωμορφιά της κόρης, Χαμήλωσε ως τον ποταμό κ' αρπάζει την ποδιά της, Τη λαχουριά της την ποδιά, τη χρυσοκεντημένη, Πούχε ξομπλιάσει απάνω της τον ουρανό με τάστρα. Και σκούζ' η άμοιρη Μαριώ και κλαίει την ποδιά της. Ο σταυραετός μεσουρανίς χάθηκε μέσ' 'ς ταστέρια.

Χαμήλωσε διψασμένο και το πουλάκι να δροσιστή. Είδε ματωμένα τα φτερά του στους ροδοκόκινους αφρούς. Τάνοιξε φοβισμένο κ' επέταξε. Εχτύπησαν τον αέρα ψηλά τα τινάγματα της τρομαγμένης του φτερούγας. — Είνε μια ακέρια ιστορία που θα σου ειπώ τόρα. Μα πρέπει νάχης το νου σου καλά, και πρέπει να κάμης κ' υπομονή να μακούσης.

Ποιόν ορμηνεύω εγώ; Έτσι λεν του παπά;... Η Μαριανθούλα χαμήλωσε τα μεγάλα και μαύρα της μάτια από την εντροπή της κι' ο παπάς, για να της κάνη την καρδιά, είπε στη γριά: — Το μάτι είναι κακό. Έχει κακή έλξη. Κάνει κανείς μ' αυτό το κακό, χωρίς να το καταλαβαίνη και χωρίς να το θέλη.

Ο τυφλός χαμήλωσε μια στιγμή το κεφάλι, ψαύοντας το κομπόδεμα με τα κέρματα: δεν φάνηκε να εντυπωσιάζεται από την απόφαση του αγνώστου. Τον ρώτησε μόνο: «Κι εσύ ζητιάνος είσαι;» «Ναι», είπε ο Έφις, «δεν το κατάλαβες;» «Εντάξει τότε, πάρ’ το, κράτα το εσύΚαι του έδωσε το κομπόδεμα με τα χρήματα. Κεφάλαιο δέκατο τέταρτο Από εκεί πήγαν στο πανηγύρι του Αγίου Πνεύματος.

Η Νοέμι έραβε∙ σήκωσε κι εκείνη το πρόσωπο, τα μάτια της έλαμπαν, αλλά αμέσως τα χαμήλωσε και δεν είπε λέξη. «Έστερ, εγώ λέω ένα μήνα πριν από τα Χριστούγεννα.» «Ωραία, ένα μήνα πριν από τα Χριστούγεννα.» «Νομίζεις ότι θα είναι όλα έτοιμα στα μισά του μήνα‘Όλα θα είναι έτοιμα, Πρέντου» «Εντάξει τότεΣιωπή: η Νοέμι έραβε, η ντόνα Έστερ την κοίταζε επάνω από τον ώμο.

Και μόλις μ' είδε ο άπονος χαμήλωσε τα μάτια και στο σκαμνί εθρονιάστηκε και τέτοια λόγια μούπε: «Πρόλαβες και μ' εκάλεσες στο σπίτι σου, Σιμαίθα, »όπως εγώ στο τρέξιμο πρόλαβα το ΦιλίνοΠες μου, Σελήνη, πες μου το πώς μου 'γεννήθη η αγάπη.

Ναι, πείτε του: άφησε ήσυχη την Γκριζέντα ή παντρέψου την.» «Εγώ πρέπει να του το πω; Και γιατί εγώ ειδικά;», ρώτησε η Νοέμι και αφού η άλλη με τη σειρά της την κάρφωνε με το βλέμμα χωρίς να απαντά, της δημιουργήθηκε μια οδυνηρή εντύπωση: της φάνηκε ότι η γριά ήξερε. Χαμήλωσε το βλέμμα και συνέχισε με ύφος ψυχρό και απότομο: «Δεν θα του πω τίποτα!

Το σήκωσε ψηλά, το χαμήλωσε ως τη γη, το ξανασήκωσε, το έκανε να γελάει, το έφερε έξω σφίγγοντάς το δυνατά στο στήθος της. Ο Τζατσίντο κάθισε έξω έχοντας ανοιχτά τα πόδια και ταλαντεύοντας τα χέρια του ανάμεσά τους, ενώ άκουγε την Καλίνα που τον προσκαλούσε να φάει μαζί της κουκιά μαγειρεμένα με γάλα.