United States or Vatican City ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μα όσο ο γερός ο Μελέαγρος πολέμαε, οι Κουρήτες 550 πάντα άσκημα τα πήγαιναν, μηδέ ποτές μπορούσαν ν' αντέξουν όξω απ' το καστρί κιας είταν τόσο πλήθος· στερνά όμως σαν τον έπιασε θυμός που τόσου κόσμου με νου και κρίση την καρδιά φουσκώνει μες στα στήθια, τότες αφτός, σα χόλιασε, αργός μακρυά από μάχες 555 κάθουνταν με το τέρι του, την ώρια Κλεοπάτρα, της σφιχτοστήθως Μάρπησσας την κόρη και του Νίδα.

ΓΛΟΣΤ. Ω! Ας μου ήτο δυνατόν να σας συμφιλιώσω! ΛΗΡ Τι μου φουσκώνει την καρδιάν; Κάτω, καρδιά μου, κάτω! ΓΕΛΩΤ. Κράξε της καρδιάς σου, παππού, καθώς έκραζε η μαγείρισσα, όταν έβαζε τα χέλια ζωντανά μέσα εις την πίττα. Εκτυπούσε τα κεφάλια των με τον κόπανο και έκραζε « Κάτω, σιχαμένα, κάτω!» Ο αδελφός της ήτον, οπού από αγάπην διά το άλογό του, εβουτύρωνε το άχυρον.

Αλλοιώτικη μη θαρρής πως θα τηνε βρούμε στις μεγάλες τις χώρες. Το χωριό, φίλε μου, είναι η μάννα της χώρας. Το νερό από δω αναβρύζει. Γίνεται ρεματάκι, βρίσκει κι άλλα ρεματάκια στο δρόμο, φουσκώνει, μεγαλώνει, γίνεται ποταμός. Ως τόσο, αν και την είδαμε τη μάννα του ρωμαίικου νερού, της μάννας όμως τη μάννα δεν την είδαμ' ακόμα. Και σε καλλίτερη ώρα να τηνε δούμε δε θα μπορούσαμε.

Κι εξόριστον εδώ και θλιβερό ένα κύμα θερμό με ξαναρπάζει, και ό τι καλό δικό μου λαχταρώ και ό τι ξένο χαμένο με σπαράζει. Και η καρδιά μια ραγίζει και πονεί, μια παλεύει, ανταριάζεται, φουσκώνει, ως που ειρηνεύει πάλι ταπεινή, και η παλιά της αγάπη την πυρώνει. Και για τον κόσμο ανώφελη, σωπά πάθη και μίση· και μονάχα ξένα και δικά της με τόση ορμή αγαπά, με όση δεν τα είχε πριν αγαπημένα.

Οι ναύτες άπλωναν κι' όλα τα πανιά, και σήκωναν την άγκυρα για ν' αρμενίσουν στην ανοιχτή θάλασσα. «Ο Θεός να σας φυλάη, άρχοντες, ο Θεός να σας βοηθήση να κάνετε καλό ταξείδι. Για ποιον τόπο είσαστε; — Για το Τινταγκέλ. — Για το Τινταγκέλ; Α! άρχοντες πάρτε με και μένα!». Μπαίνει μέσα. Ευνοϊκός αέρας φουσκώνει τα πανιά, το καράβι τρέχει στα κύμματα.