United States or Iceland ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο Στάμος εφώναξεν «εμπρόςκαι δοκιμάσας το μάνδαλον της θύρας τον αυλογύρου, είδεν ότι η θύρα ήτο ανοικτή. Εισώρμησε πρώτος και τα άλλα παιδία τον ηκολούθησαν. Η φωνή του Παλούκα συνωδεύθη, εκτός του δούπου της πτώσεώς του, και από άλλον κρότον, κρότον μεταλλικόν. Λεπτά του είχαν πέσει από την τσέπην. Ο Παλούκας δεν εγύρισεν οπίσω να τα μαζέψη.

Φέρνω εις την μητέρα μου μαλλί πολύ και βαμβάκι, και εις την Βασιλικήν κάστανα, εσυλλογίζετο καθώς επλησίαζεν· ας εύρισκα και τον πατέρα μου με βαρκούλα ιδικήν του! Αυτό επιθυμεί η καρδιά μου! Ενύκτωνε πλέον, η σελήνη ανέτελλεν εκείνην την στιγμήν επάνω από το βουνό, όταν διά μιας ένα μεγάλο βάρος εις την τσέπην της την έκαμε να σταματήση, χωρίς να θέλη. Ήτο το καρύδι της! Το ενθυμήθη τότε.

Ο Νικολός εκαθάριζε της σαρδέλλες, εγώ έσπαζα τα σφιχτοβρασμένα αυγά, κι' ο Γιαννιός από έν κλειστοπίνακον, το οποίον είχε τυλιγμένον με λευκόν ράκος μέσα στην τσέπην του ναυτικού χιτωνίου του, έβγαλε τρεις ή τέσσαρες πέρκες τηγανητές και πέντε ή έξ κεφτέδες. Μόλις εκάμαμεν τον σταυρόν μας κ' εβάλαμεν δύο ψωμούς στο στόμα, κ' επαρουσιάσθη κάτι ωσάν οπτασία εις τα όμματά μας.

Ο διδάσκαλος εξηπλούτο επί τινος όχθου παρά την οδόν, ακουμβών την ράχιν επί βράχου, με τα λευκά του πλατέα μανίκια, κ' εκάπνιζε το βραχύ τσιμπουκάκι του, το οποίον είχεν εις την τσέπην διά τας εξοχικάς εκδρομάς. Εφορολόγει εις βερίκοκκα, απίδια, και πρώιμα μοσχάτα σταφύλια τας φιλοτίμους οικοκυράς, τας επιστρεφούσας με τα κομψά και εύπλεκτα καλαθάκια των εκ του αγρού ή της αμπέλου.

Κ' η ιδία δεν εξήρχετο ποτέ να κάμη τρία βήματα ως την αυλόπορταν, διά να ψωνίση τίποτε από κανένα γυρολόγον ή μανάβην, χωρίς να κλειδώση καλά την θύραν, και να βάλη το κλειδί εις την τσέπην της.

ΑΜΛΕΤΟΣ Ένας δολοφόνος, ένα κτήνος, μια λέρα, οπού το εικοστό δεν έχει από το δέκατο του πρώτου σου κυρίου· μία μαϊμού των βασιλέων, ένας κλέφτης του θρόνου και της εξουσίας, 'πώχει πάρη απ' το σεντούκι την ατίμητην κορώναν, και μες την τσέπην του έχωσέ την. ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ Φθάνει! α! φθάνει! ΑΜΛΕΤΟΣ Από κουρέλια βασιλειάςΕισέρχεται το ΠΝΕΥΜΑ

Ο ερωτώμενος εβύθισε την χείρα εις την τσέπην του βρακίου του, την οποίαν εξήγαγε και ανέτρεψε διά να δείξη ότι δεν περιείχεν απολύτως τίποτε· εκτύπησεν έπειτα δις και τρις την κοιλίαν του διά ν' αποδείξη ότι ήτο όσον και η τσέπη του κενή και ήρχισε να υποκρίνεται την πείναν διά παντομίμας ικανής να εκπλήξη και τον δόκτωρα Ταννέρ τον νηστευτήν.

Κ' αυτός ξαπλωμένος σε καθαρό, μεντέρι, αφέντης κοντάτην φωτιά, με τα παιδιά του γύρω, ν' απλώσητην τσέπην του και να δώσητα παιδάκια ένα ασημένιο, για το καλό. Και να τον καμαρόνη η γυναίκα του, και να τον θαυμάζουν τα παιδιά του . . .