Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 14 Σεπτεμβρίου 2025
Το δοξάρι για το βαμπάκι της — βαμπάκι για φορεσιές κ' η κιθάρα για το τραγούδι — τραγούδι για καϋμούς, για πόθους και για έρωτες. Τους άλλους τοίχους τους στολίζανε ζωγραφιές παλιές μα ολοζώντανες, σα να έφυγε τώρα το κοντύλι από πάνω τους. Η μια έδειχνε την Αρετούσα στη φυλακή να βρέχη με τα δάκρυά της το δαχτυλίδι του Ρωτόκριτου.
Κένταγε κι’ ωριοκένταγε με χάρη και με γνώση Δυο άσπρα σπίτια τρίπατα μ’ αυλές και με παραύλια, Με τοίχους μαρμαρόχτιστους, με μαρμαρένιες σκάλες, Και παραθύρια με γυαλιά και γυάλινους εξώστες, Τώνα στα πόδια του Χριστού, τ’ άλλο στης Παναγίας... Το πρώτον είταν του Γαμπρού, το δεύτερο της Νύμφης, Γεμάτα κόσμο και τα δυο κι’ από χαρά γεμάτα, Και στες πλατύχωρες αυλές χορούς και πανηγύρια, Και ψησταριές μ’ αμέτρητα κριάρια σουβλισμένα.
Και τι να είπω διά τους άλλους, εκείνους οι οποίοι ετρύπων τους τοίχους διά να κλέπτουν, τους δικαζομένους, τους δανείζοντας, τους απαιτούντας; διότι το θέαμα είχε μεγάλην ποικιλίαν και περιείχεν από όλα. ΦΙΛ. Καλά έκαμες και μου διηγήθης αυτά, Μένιππε, διότι φαίνεται ότι θα σε διεσκέδασαν πολύ.
Υφάσματα βαρβαρικά εκρέμασε στους τοίχους, με τα ευκολοκίνητα τα πλοία, πούχαν έλθη ενάντια στους Έλληνας, κι' άνδρες ιπποκενταύρους, μα και κυνήγια ελαφιών και λιονταριών κι' αλόγων.
Είνε τοιχογυρισμένη με ψηλούς και μεγάλους τοίχους κ' έχει μόνον μιαν εμπατή, μια μεγάλη σιδερόπορτα. Όταν επρωτόγινε κόσμος η πόρτα ήταν μικρή γιατί οι άνθρωποι, φρόνιμοι και θεοφοβούμενοι, επήγαιναν γραμμή στην Παράδεισο. Μα λίγο — λίγο επλήθυναν στον κόσμο τα κακά· οι άνθρωποι έγιναν πονηροί κ' επίβουλοι κ' έτρεχαν καραβιές στην Κόλαση. Για να έμπουν όμως μέσα τους έβγαινεν ο θεός ανάποδα.
Απάνω από το μύλο διαβαίνει ξύρριζα στο βουνό το λιθοστρωμένο ντερβένι του Μετσόβου. Μονοπάτι μικρό, οπού πολλές βολές το χάναμε μπροστά μας, μας έφερεν ύστερ' από λίγον ανήφορο ανάμεσ' από βράχους κι απ' αγκαθερές φυτιές στο μοναστήρι ψηλά. Το μοναστήρι είνε τεσσεράγκωνο με ψηλούς και πλατιούς τοίχους και με σιδερένιες χοντρές πόρτες.
Τους τοίχους κάτω ερρίξατε, αλλοίμονο, μονάχοι σας και πικρούς θρόνους είδετε· μα τώρα εσυβαστήκετε με το σπαθί στο χέρι. Κι αλήθεια η σεβαστή Ερινύς του Οιδίποδα πατέρα σας ετέλειωσε τις κατάρες.
Ώστε ευρίσκετο εκεί η άτιμος Ποππέα, ήτις είχε παρορμήσει τον Καίσαρα να δολοφονήση την μητέρα του και την σύζυγόν του, η Ποππέα, της οποίας ανέτρεπον τα αγάλματα την νύκτα εις όλην την Ρώμην, και την οποίαν ύβριζον εις όλους τους τοίχους δι' επιγραφών. Η Λίγεια ουδέποτε είχε φαντασθή ότι τα ουράνια πνεύματα θα είχον προικισθή με γλυκυτέραν καλλονήν,
Παρετήρουν έμπροσθεν την φοβεράν λίμνην, τ' άγρια πτηνά κατασπαρασσόμενα μεταξύ των, τα φαλακρά βουνά και την θυελλώδη και απέραντον έκτασιν, εικόνα πιστήν του βίου όστις τα επερίμενεν όπισθεν δε την ομαλήν πεδιάδα, την καταπράσινον χλόην, τας συσκίους του δάσους εκτάσεις, σιωπηλάς και γαληνίους και πέραν διά μέσου των δένδρων διέκρινον τους φαιούς τοίχους και την μαυρισμένην στέγην του πατρικού πύργου.
Οι ανατολίται εφεύρον τα διπλά μοναστήρια, όπου οι θεράποντες του Υψίστου και αι νύμφαι του Χριστού οικούσιν υπό την αυτήν στέγην, υφ' ενός χωριζόμενοι τοίχου, αλλ' ημείς ετελειοποιήσαμεν των Ελλήνων την εφεύρεσιν, ανοίξασαι εις τους τοίχους τούτους οπάς, δι’ ων αθορύβως και ακινδύνως δεχόμεθα τους εν αγίω Βενεδίκτω αδελφούς.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν