Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 2 Μαΐου 2025


Κι ώσπου να χρυσώση και τα δικά μας τα βουνά, γυρίζαμε στο καλύβι με το καλάθι γεμάτο σύκα.... Κατόπι άρχιζε η δουλειά.... Ύστερα έπαιρναν η γυναίκες ταργόχειρά τους και κάμνανε συντροφιά του τζίτζικα κάτω από τη μεγάλη τη συκαμηνιά. Ήρχουνταν κ' η Αγγελάκαινα με τη ρόκα της, ήρχουνταν κ' η Καπλάναινα με το βρακί του αντρού της, και κάμνανε με τις δικές μας χωριό.

Μα τώρα ενόμιζε πως ήταν υποχρεωμένος κι αυτός να φανή άξιος· να κάμη όσο μπορούσε μεγαλείτερη την υποδοχή του. Για τούτο δεν έπαυε να παρακινή τους άλλους να δείξουν με ξελαρυγγιάσματα τη χαρά τους. — Κύριε λέησον, μωρέ παιδιά! — Κύριε ελέησον!... Κύριε ελέησον!... Κύριε ελέησον!... Βγαίνει αμέσως φωνή από το πλήθος και σκεπάζει τη φλυαρία του τζίτζικα.

Και, ευρόντας αφορμή, έχωσε τα χέρια του στα στήθη της να βγάνει το φιλαράκο το τζίτζικα, που δεν εσώπαινε μήτε μέσα στο χέρι του. Η Χλόη εχάρηκε καθώς τον είδε κι αφού τόνε πήρε τον εφίλησε και τον έβαλε πάλι μέσα στον κόρφο της να τραγουδάη. Τους διασκέδασε ύστερα μια φάσα, που ελάλησε από το δάσος. Κ' επειδή η Χλόη ρωτούσε να μάθη τι λέει, της διηγιέται ο Δάφνης σαν παραμύθι ότι είχεν ακούσει.

Από λόγο σε λόγο, από δέντρο σε δέντρο, βρέθηκαν ακόμα παραόξω, κρύφτηκαν από τους γέρους, κι άλλο πια δεν έβλεπαν του σπιτιού παρά ταπάνω τα παράθυρα. Κυνηγούσανε πεταλούδες, παραμόνευαν πουλιά, γυρεύανε να ξετρυπώσουν τον τζίτζικα που τους ξεκούφαινε από παράμερη συκαμινιά, κι απάνω σ' αυτή τη λαχτάρα τους ήρθε να σκαλώσουν το δέντρο και να δούνε τον τζίτζικα.

Σε λίγο σηκώθηκαν, τράβηξαν κατά το συντριβάνι, τις πορτοκαλλιέςως και στις συκαμινιές πήγαν. Παν τα δάκρια αμέσως. Ουρανός Απριλιάτικος. Έτρεχαν από δω κι από κει. Ως και τον τζίτζικα ζητήσανε να τον πιάσουνε πάλι! Και σαν ήρθε ο γέρος, τη βρήκε τη μικρή του στη συκαμινιά μισοσκαλωμένη. Στάθηκε από μακριά και την κοίταζε την κόρη του με συλλογισμένο χαμόγελο.

Κ' εκεί που έλεγεν αυτά, τζίτζικας φεύγοντας χελιδόνι, που ήθελε να τον πιάση, έπεσε μες στον κόρφο της Χλόης· το χελιδόνι πετώντας το κατόπι του δεν μπόρεσε να τον πιάση, μα με τις φτερούγες του άγγιξε τα μάγουλά της, επειδή κυνηγώντας το τζίτζικα επέρασε πολύ κοντά της. Κ' η Χλόη μην ηξέροντας τι συνέβηκε, αφού φώναξε δυνατά, πετάχτηκε από τον ύπνο.

Ποιος θα σας βάλη στεφάνια ύστερ' από μένα; ποιος θα αναθρέψη τα δυστυχισμένα τ' αρνιά; ποιος θα περιποιηθή τον τραγουδιστή το τζίτζικα, που εγώ τον έπιασα με πολύ κόπο για να με κοιμίζη, λαλώντας κοντά στη σπηλιά; να τώρα εγώ αγρυπνώ για το Δάφνη κ' εκείνος του κάκου λαλάει. Τέτοια υπόφερνε, τέτοια έλεγε, μην ηξέροντας το όνομα του έρωτα.

Λέξη Της Ημέρας

εδωροδοκήθη

Άλλοι Ψάχνουν