United States or China ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εστοχάζονταν εκείνο, όχι διά ένα όνειρον, μα διά μίαν έκστασιν και σηκωνώμενη με απόφασιν διά να κάμη αυτό το ταξείδι που εις τον ύπνον είδεν, επήγε και ηύρε τον Δαλήκ, και του εδιηγήθη το όνειρον λέγοντάς του, πως εξ αποφάσεως θέλει να μισεύση· διά να μη την παρακούση, έκλινε να της κάμη το θέλημα, και επήγεν εις τον γιαλόν, και ηύρεν ένα καράβι, που εις δύο ημέρας ήθελε να μισεύση δι' αυτό το νησί, και εσυμβιβάσθη με τον καραβοκύρην διά να τους φέρη εκεί.

Και τρίτον μίαν φορεσιάν πλουσίαν και μίαν σακκούλαν με φλωριά γεμάτην, διά να ημπορέσω να κάμω ένα ταξείδι της αρεσκείας μου που έχω μελετημένον. Η ζήτησές σου θέλουν πληρωθή, του είπεν ο Βασιλεύς· φέρε μου εδώ σήμερον τους γονείς σου και θέλω τους περιποιηθή καθώς μου είπες, και αύριον θέλω σου δώσει το άλογον, και τα λοιπά που εζήτησες.

Εστοχάσθηκα ύστερον το τι έπρεπε να κάμω· δεν ηθέλησα ούτε να ακολουθήσω το ταξείδι μου προς την Κασγάρ, ούτε να ξαναγυρίσω εις την Σαμαρκάντα· μα απεφάσισα να ταξειδεύσω μοναχός, και να περιδιαβάσω τον κόσμον. Επήγα εις την Ουζκούντ, από εκεί εις την Κογέντα, και τέλος πάντων ύστερα από πολλές ημέρες έφθασα εις την Καρίσμο.

Έπειτα ήλθεν ο χρησμός και η καταδίκη των, μετά την οποίαν ήλθεν ο νέος και διηγήθη το εις Ινδίας ταξείδι του. Αυτά είπεν ο Επικούρειος, ο δε Αλέξανδρος αγανακτήσας διά την κατηγορίαν και μη υποφέρων τον αληθή εκείνον ονειδισμόν, διέταξε τους παρόντας να τον λιθοβολήσουν, άλλως και αυτοί θα ήσαν εξ ίσου ασεβείς και άξιοι να ονομασθούν Επικούρειοι.

Και των μνηστήρων την καρδιάν ηύρ' εντροπή και λύπη• απ' το παλάτιτην αυλή σιμάτο μέγα τείχος εβγήκαν όλοι κ' έμπροσθεν της θύρας εκαθίσαν, και ωμίλησεν ο Ευρύμαχος, το τέκνο του Πολύβου• 345 «Έργον μέγα ο Τηλέμαχος κατώρθωσε μ' αυθάδεια, τέτοιο ταξείδι, κ' είπαμε 'που δεν θα το τελειώση. τώρα καράβι εξαίρετο με ναύταις λαμνοκόπους ας ρίξουμε, και σπουδακτά το μήνυμα να φέρουν των φίλων, όπως γλήγορα γυρίσουντην πατρίδα». 350

«Μέγα έργον ο Τηλέμαχος κατώρθωσε μ' αυθάδεια, αυτό, 'που δεν ελέγαμε να γείνη, το ταξείδι!

Αυτό το ταξείδι, της είπεν ο Δερβύσης, πρέπει να το κάμης διά κανόνα της σκληρότητός σου· μα ως τόσον ύπαγε εις το παλάτι σου και ετοιμάσου, και εγώ θέλω πηγαίνει εις τον πατέρα σου να ζητήσω την άδειαν διά τον μισευμόν μας.

Αλλ' επειδή εφθάσαμεν, σεις μεν πηγαίνετε εις το δικαστήριον, ακολουθούντες αυτόν τον ίσιον δρόμον, εγώ δε και ο Χάρων θα επιστρέψωμεν να φέρωμεν άλλους. ΜΕΝ. Καλό ταξείδι, ω Ερμή• ας προχωρήσωμεν δε και ημείς.

Αρχές Νοέμβρη έτοιμοι πάλι για ταξείδι. Επλάκωσεν όμως η Πεντέχτη. «Στη χάσηπιάση αρμένιζε, Πεντέχτη στο λιμιώνα» έλεγαν οι παλαιοί. Ο καπετάν Μπισμάνης ήταν φρόνιμος· αν δεν έβλεπε καλοσυνάδα τα σημάδια του καιρού δεν έλυνε πρυμόσχοινα. Μα τι να φέρη ο διάβολος για τις αμαρτίες μας; Ο καπετάνιος είχε μία κάσσα γλυκά σπιτίσια να τα δωρίση στον έμπορο.

Ο βασιλεύς ευθύς έστειλε και μας έκραξε, και μας εφανέρωσε την ζήτησιν του βασιλέως της Κασγάρ. Ο Φατζέλ και εγώ διά να μη παρακούσωμεν το πρόσταγμα του βασιλέως μας εκλίναμεν εις τον ορισμόν του, με όλον που αυτό το ταξείδι ήτον εναντίον της θελήσεώς μας.