United States or Barbados ? Vote for the TOP Country of the Week !


Την ώρα δεν εβλέπαμε ναρθής, για να μπορέσουμε τουλάχιστον τα ρούχα μας τα άλλα να φορέσουμε. Αλλά και συ κλαψόμηνας, απ' ό,τι βλέπω, γένεσαι. Μα ταις μοσκαίς και τάνθη σου. για Μάης δε μου φαίνεσαι! Αγνοώ αν οι εξορκισμοί του κ. Αβλίχου επτόησαν τον χειμερινόν μας Μάιον, ή αν συνεκίνησεν αυτόν η περίφρων σιγή των λοιπών βάρδων του ελληνικού Παρνασού.

Βγήκα όξω στον κήπο· και με την ιδέα να του δώσω μια τελευταία χαράαυτού, που αγαπούσε πάντα τάνθηέκοψα ένα μισοανοιγμένο ρόδο, το ωραιότερο που μπορούσα να βρω, γύρισα μέσα και το έβαλα στο μαξιλάρι του παιδιού μου, κοντά στο μάτι που μπορούσε κ' έβλεπε ακόμα. Ανίκανος να το υποφέρω περσότερο, βγήκα πάλι όξω στη βεράντα. Αποκεί άκουσα πως μπήκε μέσα ο Σβάντε και κάθησε στο κρεββάτι.

Να μη βλέπω τον ήλιον να λάμπη την ημέραν, να μη βλέπω την σελήνην να φέγγη την νύκτα; Να μη βλέπω τον ουρανόν με τάστρα, την γην με τάνθη, την θάλασσαν με τα ψάρια; Να μη βλέπω, Παναγία μου, την εικόνα σου, την Ζωοδόχον Πηγήν την ολόφωτον, παρεκάλουν την Θεοτόκον διαρκώς, να μη βλέπω την Θωμαήν μου; . . . Και, κατεφίλουν την χρυσήν μου καδένα, εις την οποίαν δεν έπαυσα να καταφεύγω πάντοτε ως εις τελευταίαν άγκυραν σωτηρίας.

Αλήθεια είχαν κάνει άλλον ουρανό δικό τους οι μυγδαλιές με τάνθη της παρθενιάς που στέλνει η Περσεφόνη απ’ του Πλούτωνος την κλίνη, κάθε άνοιξη, στις Κ ό ρ ε ς του απάνω κόσμου. Αχ, μυγδαλιές ! γιατί να φανερωθήτε μπρος σταέχε μάτια του κοριτσιού ενώ έτρεχε να ξεφύγη μακριά από ταγόρι!

Πυκνό πυκνό κι' ολόμαυρο μελισσολόι πετιέται Μέσ' από βράχους και κρινιά, μέσ' από ερμιές και κήπους, Και τάνθη της βοσκολογά και πέρνει τον αχνό τους, Και διαλαλάει μ' ένα βοητό τον αναγαλιασμό του. Αναταράζονται η ερμιές, αχολογούν τ' αμπέλια, Λες κι' από κάθε πέτρα ορθή, λες κι' από κάθε βάτον Οπού στο χόρτο σέρνεται, κόρης κορμί φυτρώνει.

Και τα δυο παιδιά κόβανε χλόη και κοιτάζανε τα μερμύγκια και πλησιάσανε τα ένα με το άλλο τόσο, που όταν σηκωθήκανε να φύγουν, είτανε κρατημένα χέρι χέρι και νομίζανε πως μπορούσανε να μείνουν αιώνια έτσι. Έπειτα από λίγες μέρες ο Σβεν είτανε καθισμένος κοντά στη μαμά και της μιλούσε για τη Μάρθα. Τώρα δε μιλούσε πια για τη χλόη και τάνθη, για τα πουλιά και τις πεταλούδες.

Τον έβοσκε βαθύ χτικιό, του θέριζε τα σπλάχνα Έχθρα κρυφή, παντοτεινή, για τάνθη, για ταστέρια Για του παιδιού την ευμορφιά, κ' έτρωγε με το μάτι Ό,τι το χέρι το σκληρό δεν έφτανε να φθείρη. Έκλωθε τη σαπύλα του στρωμένοςτα ξεσκλίδια Που τώφερνε πάσα φορά το κλεψιμιό, η κρεμάλα.

Και τώρα κυβερνάω το Δάφνη και τη Χλόη· κι όταν τους κάνω ν' ανταμόνουνται το πρωί, έρχομαι στον κήπο σου και διασκεδάζω με τάνθη και τα δέντρα και λούζουμαι σε τούτες τις πηγές. Γι' αυτό είναι όμορφα και τάνθη και τα δέντρα, επειδή ποτίζουνται από τα νερά του λουτρού μου.