Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 22 Ιουνίου 2025


Τ' ακούς και συ; Κάτι ψιθυρίζει το πουλάκι, ε, ναι, ω! ώ! πως είδες και άλλα πράγματα και δε μου τα λες. ΛΟΥΙΖΑ Όχι, μπαμπά, το πουλάκι λέγει ψέματα. ΑΡΓΓΑΝ Πρόσεξε καλά! ΛΟΥΙΖΑ Όχι, μπαμπά, μην το πιστεύης· λέει ψέματα σε βεβαιώνω. ΑΡΓΓΑΝ Καλά, θα το δούμε. Πήγαινε και πρόσεξε καλά εις όλα. Πήγαινε. Τι γίνεται, τι γίνεται! Δε θα μπορώ πεια να συλλογίζωμαι την αρρώστεια μου με την άνεσί μου.

Διότι πας ιατρός και πας καλλιτέχνης εργάτης και όλα μεν τα εκτελεί χάριν του όλου, ρυθμίζων αυτά προς το συνολικόν καλόν, αλλά μάλλον το μέρος εκτελεί χάριν του όλου και όχι το όλον χάριν του μέρους. Συ δε αγανακτείς, διότι δεν γνωρίζεις ότι το ως προς σε ωφελιμώτερον διά το σύμπαν συμβαίνει και εις εσέ δυνάμει της κοινής καταγωγής.

Είπε και το γλυκύτατο κρασί συγκέρνα εκείνος, και εις όλους γύρω εμέρασε• κ' εκείθ' όπου καθίζαν των μακαρίων των θεών εσπόνδισαν εκείνοι• 55 μόνος τότ' εσηκώθηκεν ο θείος Οδυσσέας και δίκουπον επρόσφερε ποτήρι της Αρήτης, κ' εκείνην επροσφώνησε με λόγια πτερωμένα• «Χαίρε μου, ω βασίλισσα, ολοζωής, ως νά 'λθη το γήρας και ο θάνατος, οπ' όλους περιμένουν• 60 αναχωρώ τώρα και συτο σπίτι τούτο χαίρου τα τέκνα, τον λαόν και τον Αλκίνοον βασιλέα».

ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Συ είσαι, Διομήδη; σύρε το ξίφος σου και κτύπησέ με έως ότου ν' αποθάνω. ΔΙΟΜΗΔΗΣ. Υπέρτατε κύριε, η κυρία μου Κλεοπάτρα μ' έστειλε προς σε. ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Πότε σε έστειλε; ΔΙΟΜΗΔΗΣ. Τώρα, στρατηγέ. ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Πού είναι; ΔΙΟΜΗΔΗΣ. Κλεισμένη εις τον τάφον της. Είχεν οδυνηράν προαίσθησιν των συμβάντων.

Όταν λοιπόν θα 'ρθώ εγώ σε ξένο σπίτι, ξένος, που κ' η γυναίκα είν' άτεκνη, όπου της ίδιες λύπες είχε κι' αυτή προτήτερα με σένα δοκιμάση, βαρειά θα φέρνη πάντοτε την τύχη τη δική σου μπροστά στην ατυχία της, που συ παιδί ευρήκες.

Εκαθούντονε στον ήλιο με ταυτιά πεσμένα, σα γάιδαρος κουρασμένος. «Αι! είντα κάνεις; του λέει· καιρός είνε να σου πάρω και την άλλη γυναίκα. — Δε θέλω άλλη. — Γιάιντα; — Ετούτη που πήρα με φτάνει και μου περισεύγει. — Μα συ ήθελες δέκα ... — Όι, όι, δε θέλω άλλη». Ο Μανώλης εγέλασεν, αλλ' εγέλασε μάλλον δια την μωρίαν εκείνου του νέου, ο οποίος δεν επέμενε να πάρη και τας άλλας εννέα γυναίκας.

Πώς δεν ενθυμείσαι; ηρώτησεν απορών ο φίλος μου. Είνε δυνατόν να μην ενθυμήσαι τας φοβεράς παραδοξολογίας, όσας μας έλεγε, και τας οποίας συ μεν απέδιδες εις τον ζύθον της Βιέννης, εγώ δε, ο οποίος εγνώριζα τον Σοφήν πολύ καλλίτερά σου, ετρόμαζα να ακούω; — Ναι, τώρα ενθυμούμαι, απήντησα. Τι δεν μας είπεν εκείνο το βράδυ!

Διότι μου λέγετε όλοι, καθώς και συ τόρα μου λέγεις, ότι εξετάζω πράγματα ηλίθια και μικρά και μηδαμινά.

Εκείνη έκυψε προς αυτόν: — Δέσποτα, είπεν, επίστευες ότι θα σε εγκατέλειπον; Και αν οι Θεοί μου προσέφεραν την αθανασίαν, εάν ο Καίσαρ μοι έδιδε την αυτοκρατορίαν, — πάλιν θα σε ηκολούθουν! Ο Πετρώνιος εμειδίασεν, ηνωρθώθη και επέψαυσε τα χείλη της. — Ελθέ μετ' εμού, συ αληθώς με ηγάπησες, θεσπεσία μου! . . . Εκείνη έτεινε προς τον ιατρόν τον ροδαλόν βραχίονά της.

Ο Αντίνοος τότε ωνείδισε σκληρά τον χοιροτρόφο• «Καλά γνωστέ χοιροβοσκέ, τι τούτον συτην πόλι 375 έφερες; δεν μας έφθαναν πλανήταις τόσοι και άλλοι ζητιάνοι βαρετώτατοι, των τραπεζών κατάραις; ή κλαίεσ' ότι ολίγοι εδώ σου τρώγουν του κυρίου τα πλούτη, κ' ηύρες απ' αλλού συ τούτον να καλέσης

Λέξη Της Ημέρας

βαρδαλάαας

Άλλοι Ψάχνουν