United States or Togo ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πώς, φιλενάδες, στην κυρά μας τούτο δεν θα το ειπούμε με τρανή φωνή, πούχε στον άνδρα όλες της ελπίδες, μα κ' έχει τόσο δύστυχη γενή; Τώρα εκείνη λυώνει από τη συφορά και η χαρά για κείνον θανατείλη. έπεσε εκείνη στα λευκά γεράματα, κι αυτόν θα τον περιφρονούν οι φίλοι.

Το σπίτι του Λάμπρου Ζάρμπα, σα νάνοιωθετο δόλιο! — τη συφορά που του μέλλονταν, τη μοναξιά, την κλεισμάρα και την ερήμωση που θα το δέχονταν, έστεκε μες το ριζοβούνι, ορθό, ατάραγο, σκηθρωπό, παραπονεμένο, σα χαροκαμένος ήρωγας, οπ' αν του στέρφεψαν η πολλές συφορές τα δάκρυα, νοιώθει όμως τ' ανεμόχολο να φουσκώνη στα στήθια του μέσα και το χαλασμό να του πλακώνη βαριά την καρδιά.

ΧΟΡΟΣ Αλλοίμονο, η δόλια! θλίψιν αισθάνομαι βαρειά για το χρησμό που εδόθη στ' αφεντικά μου. Τι λοιπόν να κάμω τώρα πρέπει; Με φοβερίζει ο θάνατος. ΚΡΕΟΥΣΑ Γιατί ο λόγος τούτος; κι' ο φόβος σας αυτός γιατί; ΧΟΡΟΣ Τι τάχα: να το ειπούμε ή να το σιωπήσουμε; Να κάνουμε τι τάχα; ΚΡΕΟΥΣΑ Πες μου, μην έχης συφορά καμμιά να ειπής για μένα; ΧΟΡΟΣ Θα σου το ειπώ και δυο φορές ακόμα κι' αν πεθάνω.

Γιατί ένα μόνο, τόνομα, φέρνει ντροπή στους δούλους• μα σαν ο δούλος είν' καλός, από τους ελευθέρους δεν είνε πειο χειρότερος. ΧΟΡΟΣ Κυρά μου αγαπημένη, θέλω τη συφορά κ' εγώ να μοιρασθώ μαζύ σου, κ' ή να πεθάνω, ή κ' εγώ να ζήσω ευτυχισμένη.

Θάγλεπες τότες συφορά, δουλιές που θ' απορούσες, 130 και σαν αρνιά θα κλείνουνταν οι Τρώες μες στο κάστρο, μα εφτύς τους είδε των θεών κι' αθρώπωνε ο πατέρας, κι' αστραφτομπουμπουνίζοντας τινάζει φλογισμένο αστροπελέκι κάτου, ομπρός στα ζώα του Διομήδη· κι' η φλόγα πήδησε σκιαχτή απ' το καμένο θιάφι. 135 Κάπου απ' τ' αμάξι τ' άλογα ζαρώσανε απ' το φόβο, τούπεσε κι' οχ τα δάχτυλα του γέρου τ' ώριο γκέμιτου κόπηκε η καρδιά μαθέςκαι του Διομήδη τούπε «Διομήδη, γύρνα τ' άλογα και δρόμο ξαναπίσω! μηγάρ βοήθια δε νογάς πως δε μας στέργει ο Δίας; 140 Τώρα σ' αφτόν του Κρόνου ο γιος χαρίζει κάθε δόξα σήμερα· απέ ύστερα κι' εμάς, αν θέλει, θα μας δώκει.

Πώς θα γελάνε οι Δαναοί, πούλεγαν δα πως είσαι κάποιος γενναίος αρχηγός σαν είδαν τη θωριά σου την όμορφη ... μα πού καρδιά και παλικαροσύνη! 45 Μωρέ χαράς στον ήρωα που μούπαιρνε καράβια και το γιαλό ταξίδεβε με φίλους της καρδιάς του, κι' έσμιγε μ' αλλοχωριανούς, κι' από μακριά οχ τα ξένα γυναίκα εδώ μας έφερνε αγγελοκαμωμένη, συγγένισσα παλικαριών, για συφορά μεγάλη του τόπου κι' όλου του λαού και του γερογονιού του, 50 για αιώνια των οχτρών χαρά, πίκρα μου πάντα εμένα!

Μην τα ρωτάς, παιδί μου . . . Μεγάλη συφορά μου επενέβηκε, ήρχισε να λέγη η Γιαννού. Είτα ανήσυχος ηρώτησε·Μην είν' εδώ ο κυρ Αναγνώστης; — Όχι, δεν είν' εδώ· τόσο νωρίς δεν έρχεται, είναι στον καφενέ . . . Αχ! θεια Χαδούλα, κ' εγώ έλεγα πώς να κάμω να 'ρθώ στο σπίτι, να σου 'πω τα τρέχοντα . . . — Έμαθες τίποτα;