United States or Cyprus ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τέτοιες στιγμές η συνηθισμένη εικόνα του με τις διάφορες καθημερινές της όψεις, εικόνα ενός νέου βαριεστημένου, απροσάρμοστου, αποθαρρυμένου με τον οποίο δεν μπορούσε να τα βάλει κανείς επειδή έδινε την εντύπωση ενός βράχου που έπεσε από το βουνό για να καταστρέψει το σπίτι τους, εξαφανιζόταν για να πάρει τη θέση της η εικόνα ενός νέου καλού, μετανιωμένου, παθιασμένου.

ΙΠΠΟΤ. Λέγει, αυθέντα μου ότι δεν είναι καλά η κόρη σου. ΛΗΡ Και πώς δεν ήλθεν οπίσω, το ζώον, όταν τον έκραξα; ΙΠΠΟΤ. Μου το είπεν ολοστρόγγυλα, αυθέντα μου· δεν θέλει να έλθη! ΛΗΡ Δεν θέλει! ΙΠΠΟΤ. Αυθέντα μου, δεν ηξεύρω τι τρέχει· αλλά δεν βλέπω πλέον εδώ την συνηθισμένη περιποίησιν διά την Μεγαλειότητά σου.

Μα δε σώνει ακόμη κι αφτό και μια συνηθισμένη, κοινή, δημοτική λέξη, μπορεί άξαφνα, εκεί που πρέπει, να δείξη πως έχει μέσα της, ακόμη και τώρα, την πρώτη ψυχή της, το πρώτο της νόημα. Quel charme l'attirait sur ces bords redoutables· Σήμερα όμως κι ακόμη σε κείνα τα χρόνια, δεν έχει και δεν είχε η λέξη charmer την ίδια δύναμη.

Πρώτη φορά το έβλεπα καθαρά μπροστά μου πόσους από τους ολόβαθους στοχασμούς της κρατούσε κρυμένους από με κι απ' όλους, πόσο είτανε συνηθισμένη με την ιδέα του θανάτου και πως η βεβαιότητα, που είχε πως θα πεθάνη νέα, της έτρωγε τη ζωική δύναμη μέσα της. Έγινε χλωμή και το πρόσωπό της αδυνάτισε. Τα χέρια της είτανε κίτρινα σαν κερί και φαινότανε σα να είχε κάποιο φόβο από μένα.

Σηκώθηκε ο Μιχάλης κάτι πιο αργότερα από τη συνηθισμένη του ώρα. Κι ότι ξεπρόβαλε από την πόρτα του, ανταμώνει το Δημήτρη ερχάμενο από το σπίτι του να δη τι απόγινε· κι όχι και τι απόγινε, παρά τι θ' απογίνη, ύστερ' από ταποσπερινά. Τον αποδέχτηκε ο Μιχάλης πασίχαρος. — Έλα μέσα, να πιής έναν καφέ, του κάνει. Και σα συγυρίζη η Βασιλική τη γριά απάνω τα λέμε κιόλας.

Τώρα είνε δεν είνε δέκα. Σέρνω εγώ κι αναβαίνω το βουνό, και πες του, σαν έρθη, να μ' ανταμώση εκεί που πήγαμε τη δευτέρα. Εκείνος ξέρει. — Καλά, Μιχάλη μου, και σαν τι ώρα να βάλω τραπέζι; — Αι, τη συνηθισμένη μας ώρα. Κράτησε ως τόσο μέσα το σκύλο, να τονε φέρη ο Πανάγος. Ανίσως και με χάση ο ένας, να με βρη ο άλλος. Και με το τουφέκι στον ώμο βγαίνει και κλει την πόρτα ο Μιχάλης.

Η ανάγγη για αλλιότικη γλώσσα από την κοινή και συνηθισμένη όλου του γένους, για να πεικάζωνται όσα απεικάζονταν ομπρήτερα, ή όσα θελά απεικάζονταν υστερώτερα με το μέσο της ίδιας, είναι με την ολότη παράλογο κι' ανωφέλευτο πρόβλημα. Καλά, είπ' ο Λογιότατος, αλλ' η απλή γλώσσα, χώρια οπού είναι φτωχή, είναι και γεμάτη βαρβαρισμούς, χοντρή, και δίχως χάριν.

Όλα η καθαρέβουσα τα φταίει, που είναι γλώσσα νεκρή, κ' έτσι τα ίδια λάθια, ίσως μάλιστα πιο χοντρά, γίνουνται ακόμη και σήμερις, όχι μόνο στο λαό, σα μισομάθη δασκάλικους τύπους, μα και στους δασκάλους τους ίδιους, στους πιο περίφημους όπως και στη συνηθισμένη την καθαρέβουσα. Κατηγορούμε μονάχα τη γλώσσα που γράφουνε.